top of page

                      ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  -  ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ    ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

 

 

1) Μαρτυρίες Ηρώων  Ανατολικής Μακεδονίας    1940-1944
 
2) Βιτάστα (Κρηνίδα) - Σερρών
3) Διάλεξη στη Νικήσιανη Καβάλας  (31 Μαρτίου 2018)
 ΘΕΜΑ: "Καταστροφή Ιεράς Μονής Παναγίας Εικοσιφοίνισσας Παγγαίου Όρους την 12 Ιουνίου 1944 - Διάσωση της εικόνας της Παναγίας από τους κατοίκους της Νικήσιανης"

4) Μέγας Αλέξανδρος - Ο Ηγεμόνας των Ελλήνων

 

5) Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής

6) Ι.Μ. Παναγίας Εικοσιφοίνισσας Παγγαίου Όρους

1) Μαρτυρίες Ηρώων     
   Ανατολικής Μακεδονίας  
   1940-1944

    Αναφέρεται στους ήρωες που πολέμησαν στα μέτωπα της Αλβανίας, οχυρών και Κρήτης το 1940-1941, κυρίως όμως στους Ανατολικομακεδόνες που έζησαν τη βουλγαρική κατοχή 1941-1944. Αποτελεί ένα ανθολόγιο εξαιρετικών βιωμένων αναμνήσεων τόσο των στρατευμένων παιδιών του Ελληνοϊταλικού – Ελληνογερμανικού Πολέμου, όσο και του αμάχου πληθυσμού της Ανατολικής Μακεδονίας, που άντεξε στη θηριωδία των βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής. Αλλά το βιβλίο αυτό αποκτά μεγαλύτερη αξία επειδή για πρώτη φορά η έρευνα επεκτείνεται σε λεπτομέρειες των εκτελέσεων και δολοφονιών της βουλγαρικής κατοχής, περισώζοντας συγκλονιστικές μαρτυρίες κατοίκων που χρωματίζουν όλη τη μεγαλοσύνη του μαρτυρικού λαού της Ανατολικής Μακεδονίας, ο οποίος στάθηκε το ίδιο ωραίος, τόσο στη δόξα, όσο και στην ταπείνωση κι έγινε, υπό την ανοχή των Γερμανών, το εξιλαστήριο θύμα για την εκτόνωση των ανθελληνικών αισθημάτων των βουλγάρων της εποχής εκείνης. Περίπου 50.000 Ανατολικομακεδόνες, πότισαν τη γη τους με αίμα και εκατοντάδες διώχθηκαν από τις εστίες τους. Παρακάτω αναφέρομαι:

α. Στις εκτελέσεις του Δοξάτου Δράμας και

β. Στην καταστροφή της Ιερής Μονής Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, ενώ οι εκτελέσεις της Δράμας, Πρωσοτσάνης – Δράμας, Χωριστής – Δράμας, Μοναστηρακίου Καβάλας, Νικήσιανης – Καβάλας, Κορμίστας – Σερρών, Βιτάστας – Σερρών, Αλιστράτης – Σερρών, Πρώτης – Σερρών, Σ.Σ. Αγγίστας, Σιδηροκάστρου – Σερρών, Καστανωτού – Ξάνθης κλπ., περιγράφονται στο βιβλίο.

    Σημείωση: Σύμφωνα με τις κριτικές (Προέδρου Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών ομότιμου καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης κ. Βαβούσκου, Μίμη Τραϊφόρου συζύγου Σοφίας Βέμπο, Δντριας Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Καθηγήτριας Τζινίκου Αθηνάς, Ιστορικού Σερρών Καφταντζή Γεωργίου κλπ.), το βιβλίο αυτό αποτελεί σημαντική πηγή για όσους θα θελήσουν μελλοντικά να γράψουν «εν τοις γράμμασιν» πια, την τοπική ιστορία της αντιστοίχου περιόδου στις περιοχές που καλύπτει η έρευνα.

    Ίσως όμως μια πιθανή τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου στη μεγάλη οθόνη να αποτελέσει πηγή και έμπνευση προς τις νεώτερες γενιές, απ’ όπου θα αντλούν διδάγματα ηρωισμού, φιλοπατρίας, ήθους και προσήλωσης στα ιδανικά της Ελευθερίας και του Ελληνισμού.

α. Η ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ ΔΟΞΑΤΟ ΔΡΑΜΑΣ

     Εκτελέσθηκαν…189

    Στις 28-9-1941, ώρα 23.30, μια ομάδα Ελλήνων ανταρτών , παρασύροντας και μερικούς Δοξατιανούς, περικύκλωσαν τον Αστυνομικό Σταθμό Δοξάτου. Η επιχείρηση αυτή των ανταρτών ήταν γνωστή στο Δήμαρχο Δοξάτου Δασκάλωφ και στο Νομάρχη Δράμας Γκιωργκίεφ, οι οποίοι και εκπόνησαν σχέδιο ανάλογο για ένα θετικό αποτέλεσμα των ανταρτών αλλά και μια ευκαιρία για αιματοκύλισμα του Δοξάτου. Αντικατέστησαν 4 παλιούς χωροφύλακες με νέους, ώστε λόγω της απειρίας τους να μην αντιληφθούν τίποτα, ενώ ο Ενωμοτάρχης απουσίασε από το χωριό εσκεμμένα. Οι 3 από τους 4 χωροφύλακες σκοτώθηκαν και την επόμενη βρέθηκαν απανθρακωμένα τα πτώματά τους. Ξημέρωσε η 29-9-1941, η αποφράδα ημέρα του Δοξάτου - Δράμας. Οι ελαφρά οπλισμένοι αντάρτες έφυγαν και οι φράσεις τους : «βγείτε έξω, απελευθερωθήκαμε, Χριστός Ανέστη κ.τ.λ.» θα αποδεικνύονταν τραγικές στη συνέχεια. Στις 07:30 περίπου ένα απόσπασμα στρατιωτών Βουλγάρων πλησίασε στα πρώτα σπίτια του Δοξάτου και κατά τις 10:00 άλλοι 100 Βούλγαροι στρατιώτες πύκνωσαν τον κλοιό που δημιουργήθηκε γύρω από το χωριό. Στις 14:00 ήρθε από την Καβάλα άλλο ένα απόσπασμα στρατού με πρόθεση να πυρπολήσει το Δοξάτο, αλλά αντέδρασε η βουλγαρική επιτροπή συγκέντρωσης σίτου και καπνού που ήταν αποθηκεμένο στα ξηραντήρια και οι Βούλγαροι θα έχαναν πολύτιμα κέρδη. Οι κάτοικοι οδηγήθηκαν βίαια προς την κατεύθυνση του δημοτικού σχολείου. Έγινε διαχωρισμός, τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο σχολείο και οι άντρες στοιβαχτήκαν σε μια άδεια οικοδομή. Σε λίγο άρχισαν οι εκτελέσεις. Κατά ομάδες 10 ατόμων περίπου, οι μελλοθάνατοι οδηγούνταν έξω από το κτίριο και εκτελούνταν επί τόπου. Μέχρι τα χαράματα της 30-9-1941 συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό οι εκτελέσεις.Οι εκτελεστές ζαλισμένοι από το κρασί που κατανάλωναν, ασυνείδητοι, εξακολουθούσαν να πίνουν περιχαρείς μπροστά στο αποτρόπαιο έργο τους. Τίποτα δεν τους κλόνιζε , γι’ αυτούς το πάτημα της σκανδάλης ήταν ρουτίνα. Αυτοί οι αιμοδιψείς Βούλγαροι, έβαψαν κόκκινο το χώμα του Δοξάτου – Δράμας. Το Δημοτικό σχολείο το λεηλάτησαν, το κατέστρεψαν και το κατάντησαν σταύλο.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

 

    Δημητρακούδη Ανδριάνα του Σταύρου, σύζυγος Πηγαδά Θεοδώρου, κάτοικος Δοξάτου – ΔράμαςΜαρτυρία της 3-6-1991, ώρα 12.00 ΘΕΜΑ: Συλλήψεις-Ξυλοδαρμοί Εκτελέσεις (Περίληψη) Πρωινές ώρες της 29-9-1941, άρχισαν στο Δοξάτο – Δράμας οι συλλήψεις αθώων κατοίκων, οι συγκεντρώσεις αυτών κατά ομάδες σε διάφορα σημεία του χωριού και η προσαγωγή τους στον τόπο εκτέλεσης. Φοβούμενοι εμπρησμούς οικημάτων οι περισσότεροι άφησαν ελεύθερα τα ζώα τους και είτε με τη βία είτε αυθόρμητα παρουσιάστηκαν στους χώρους συγκέντρωσης, ενώ αρκετοί συνειδητοποίησαν από την αρχή τον κίνδυνο θανάτου και κρύφτηκαν. Οι Βούλγαροι απέφευγαν να ερευνούν συστηματικά τα σπίτια μας από φόβο, ένιωθαν ανασφάλεια στον κλειστό χώρο των δωματίων, αλλά και δεν είχαν κατάλληλο χρόνο δεδομένου ότι έπρεπε συγχρόνως τα ίδια άτομα να επιτηρούν τους συγκεντρωθέντες, γι’ αυτό όσοι κατάφεραν και κρύφτηκαν καλά ή έφυγαν από το χωριό, σωθήκανε. Οι εκτελέσεις άρχισαν τα μεσάνυχτα περίπου της 29-9-1941, ενώ αξιόπιστες πληροφορίες περί των εκτελέσεων άρχισαν να φτάνουν στα σπίτια τα ξημερώματα της 30-9-1941. Μετά 2 ημέρες από τις εκτελέσεις οι Βούλγαροι έστησαν τα κανόνια τους κοντά στο νεκροταφείο και βομβάρδισαν τα Κύργια- Δράμας , γιατί δεν τολμούσαν να πλησιάσουν προς την περιοχή εκείνη.

 

    Θασίτης Άγγελος του Γεωργίου, γεννήθηκε το 1913 στο Δοξάτο  Δράμας και κατοικεί ομοίως, συνταξιούχος ΟΓΑ.Μαρτυρία της 25-4-1991, ώρα 18.00 ΘΕΜΑ: Διαφυγή. Εκτελέσεις (Περίληψη) Πέρασαν τα χρόνια, έφτασε το 1940, γράψαμε το Αλβανικό Έπος, κατέρρευσε το Αλβανικό Μέτωπο και αρχές Μαΐου του 1941 ήρθαν πάλι οι Βούλγαροι και εγκαταστάθηκαν στο Δοξάτο. Πέρασαν οι ημέρες γρήγορα και ήρθε ο μαρτυρικός Σεπτέμβρης του 1941. Ενώ το 1942 δημιουργήθηκε το γνήσιο αντάρτικο, από τις αρχές του καλοκαιριού του 1941 δημιουργήθηκε ένα ψευτοαντάρτικο με 5-6 Δοξατιανούς κομμουνιστές και μερικούς από τη Χωριστή  Δράμας. Η τροφοδότησή τους γινόταν από χωριανούς μας ως και από κατοίκους των γύρω χωριών, οι δε κινήσεις τους ήταν πασίγνωστες στους Βουλγάρους , αφού σε λίγο στις τάξεις τους κατάφεραν να εισχωρήσουν Βούλγαροι στρατιώτες, κατάσκοποι δήθεν αντιφρονούντες, αντίθετοι του Βούλγαρου Βασιλέα Μπόρις. Πλησίαζαν μεσάνυχτα της 28-9-1941 όταν κατέβηκαν από το πλησιέστερο Βουνό οι οπλισμένοι αντάρτες και μπλόκαραν την αστυνομία που έδρευε στο σημερινό παιδικό σταθμό. Η όλη επιχείρηση των ψευτοανταρτών ήταν γνωστή στο δολοφόνο Βούλγαρο Δήμαρχο, ο οποίος επιζητούσε αφορμή για αντίποινα, οπότε εκπόνησε σε συνεργασία με τον Βούλγαρο Νομάρχη της Δράμας σχέδιο καταστροφής του Δοξάτου. Αντικατέστησε τους 4 παλιούς χωροφύλακες με νέους, ώστε λόγω απειρίας των να μην αντιληφθούν τίποτα, ο Ενωματάρχης ήταν απών και ο ίδιος εσκεμμένα απουσίαζε από το χωριό. Ανύποπτοι οι νέοι χωροφύλακες δέχτηκαν απ’ όλες τις πλευρές τα πυρά των ανταρτών και η μάχη κορυφώθηκε. Το κτίριο της αστυνομίας κάηκε, οι δύο χωροφύλακες σκοτώθηκαν. Οι Βούλγαροι που εμφανίστηκαν από την πλευρά της Δράμας, φοβούμενοι τους αντάρτες που όμως είχαν αποχωρήσει παίρνοντας μαζί τους και τον ένα νεκρό τους, πυροβολώντας συνεχώς και έρποντας αργά με προφυλάξεις, αφού κατατρύπησαν τους τοίχους των σπιτιών με σφαίρες για εκφοβισμό μπήκαν στο χωριό. Τα αντίποινα ήταν τραγικά. Σκοτώσανε σε συνεργασία με τους Γερμανούς και με βασανιστικό τρόπο πάρα πολλούς.

 

    Κιτσιούκης Νικόλαος του Δημητρίου, γεννήθηκε το 1919 στο Δοξάτο Δράμας και κατοικεί ομοίως, συνταξιούχος του ΟΓΑ Μαρτυρία της 03/06/1991, ώρα 11:00. ΘΕΜΑ: Εκτελέσεις (περίληψη) Στις 28-9-1941 παραμονή του αιματοκυλίσματος του Δοξάτου Δράμας, απουσίαζα από το χωριό (Δοξάτο). Συγκεκριμένα βρισκόμουν στην περιοχή Σύψας (Ταξιαρχών), μαζί με άλλους συγχωριανούς μου για κοπή καυσόξυλων απ’ το βουνό. Βρισκόμασταν έξω από τη Δράμα, μεσάνυχτα περίπου, όταν ακούσαμε πυροβολισμούς από την πλευρά του Δοξάτου και είδαμε φωτοβολίδες και φλόγες τεράστιες να γλείφουν το γαλάζιο ουρανό του χωριού μας. Είχε πυρποληθεί το κτίριο που έδρευε η βουλγαρική χωροφυλακή. Κρυφτήκαμε σε μια χαράδρα , ξεζέψαμε τα ζώα απ’ τα κάρα και κρυφτήκαμε μέχρι το ξημέρωμα. Ήμασταν 4 συγχωριανοί, μαζί και ο φίλος μου Παπαϊωάννου Θεόδωρος που στη συνέχεια εκτελέστηκε? Ξημέρωσε και πλησιάσαμε ακόμα περισσότερο προς το σημείο των χωροφυλάκων. Μας είδαν οι Βούλγαροι χωροφύλακες και φάνηκε πως μας αγνόησαν, γιατί συνέχισαν τη συζήτησή τους. Ξαφνικά κι ενώ βρισκόμασταν 5 μέτρα από αυτούς, γύρισαν απότομα και μας φώναξαν δυνατά, «κάραιτε» (συνεχίστε). Ήρθαν κοντά μας και στα βουλγαρικά μας απείλησαν. Φτάσαμε στα σπίτια μας. Οι γονείς μου ήταν ανήσυχοι, αλλά δε γνώριζαν τίποτα, νόμιζαν ότι επρόκειτο για ένα απλό συμβάν που θα περνούσε γρήγορα. Ώρα 9.00 ένα αεροπλάνο έριξε 2 βόμβες, μια στα βόρεια και μια στα νότια του χωριού. Δεν πρόλαβα να σηκωθώ και οι φωνές της περιπόλου στη γειτονιά, «βγείτε όλοι έξω, γιατί θα κάψουμε το χωριό» με γέμισαν ανησυχία. Οικογενειακώς, σχεδόν βιαστικά με τη θέλησή μας κατευθυνθήκαμε προς το σημείο συγκέντρωσης, την οδό Βενιζέλοι, που οδηγεί προς τα νεκροταφεία.  Εκεί συναντήσαμε πάνω από 200 συγχωριανούς μας και συνεχώς ο αριθμός μεγάλωνε, με νέες «φουρνιές» αθώων συγχωριανών, από διάφορες γειτονιές του Δοξάτου Δράμας. Κάθε φουρνιά συνοδευόταν από 10 περίπου Βουλγάρους, οι οποίοι παρέδιναν τα άτομα στον επικεφαλή της κύριας συγκέντρωσης των «Πεύκων» και ξανάφευγαν για να επαναλάβουν το βρώμικο έργο τους. Βορειοδυτικά της κύριας συγκέντρωσης ήταν στημένα πολυβόλα και κάπου 20 αγριεμένοι Βούλγαροι στρατιώτες κυκλοφορούσαν πέρα  δώθε, γύρω κι ανάμεσα απ’ το ανήσυχο πλήθος, προσπαθώντας να μας κρατήσουν, αποφεύγοντας πιθανή εκρηκτική ατμόσφαιρα.«Φσίτσκιτε να γκλαβάτα» (όλους θα σας πάρουμε τα κεφάλια), φώναξε. Ακολούθησαν τρομερές στιγμές. Μας οδήγησαν βίαια εμάς τους νέους, απ’ το χαντάκι προς το νεόκτιστο ακατοίκητο σπίτι, ενώ οι υποκόπανοι των όπλων τους μελάνιαζαν τις πλάτες μας. Στριμωχτήκαμε σα σαρδέλες στο μονώροφο ακατοίκητο τριάρι κι είμαστε 150-200. Σε λίγο ομάδες των 15-20 ατόμων, ανά 20 λεπτά, έβγαιναν απ’ τα δωμάτια, δένονταν με σύρματα και οδηγούνταν για εκτέλεση. Μας αράδιασαν μετά το τελευταίο πτώμα της προηγούμενης σειράς, με τα νώτα προς το εκτελεστικό απόσπασμα. Μετά το πέσιμό μας, αμέσως σχεδόν, το ασυντόνιστο κροτάλισμα των πολυβόλων στέρησε τη ζωή των περισσοτέρων μας. Τα καυτά μολύβια καρφώθηκαν στους ήρωες Δοξατιανούς που με την πτώση τους γέμισαν το χαντάκι. .Στην ομάδα μας νόμισα ότι οι μοναδικοί επιζώντες ήταν η δυάδα μας. Ρώτησα σχετικά το γαμπρό μου και μου απάντησε «εγώ πάντως είμαι ζωντανός». Έπρεπε να φύγουμε , να φύγουμε αμέσως, τώρα ότι κι αν γίνει. Οι εκτελεστές ήταν σε απόσταση 10 μέτρων περίπου και μετακινούσαν στο ανάλογο σημείο τα πολυβόλα τους. Ο ήχος των πολυβόλων δεν άργησε να μας ξεκουφάνει. Σαν ελατήρια ο γαμπρός μου κι εγώ τιναχτήκαμε απ’ το χώμα και τρέξαμε, τρέξαμε στη λευτεριά, στη ζωή.. Αιτία της καταστροφής του Δοξάτου ήταν η ατυχής ενέργεια των ανταρτών, διαφορετικά δε θα θρηνούσαμε θύματα. Εξ’ άλλου με το θάνατο των 3 χωροφυλάκων Βουλγάρων η κατάσταση δεν άλλαζε.

 

    Μπαλίδης Ευάγγελος του Σωτηρίου, γεννήθηκε το 1914 στην Ανατολική Θράκη (Κεσάνη) και κατοικεί στο Δοξάτο  Δράμας, συνταξιούχος ΙΚΑ Μαρτυρία της 3-6-1991, ώρα 14.00΄ ΘΕΜΑ: Εκτελέσεις . Διαφυγή (Περίληψη) Στις 29-9-1941, ημερομηνία εκτελέσεων, Δήμαρχος του Δοξάτου Δράμας ήταν ο Βούλγαρος Δασκάλωφ. Γιγαντόσωμος, σκληρός και προβληματικός. Ο Σλαύκος ή Σλιαύκος, Βουλγαροέλληνας, Αλιστρατινός, ψυχρός δολοφόνος, ήταν ο υπάνθρωπος, που έδινε τις χαριστικές βολές στους τραυματισμένους ήρωες του χώρου των εκτελέσεων. Απαθής, κυνικός, ασυνείδητος, γνωστός για τα αιμοδιψή ένστικτά του, εκλέχτηκε για το μακάβριο έργο των χαριστικών βολών και εμφανίστηκε στο Δοξάτο το πρωί της 29-9-2942. Αν και γνώριζε πολλούς Δοξατιανούς, λόγω των πολλών επισκέψεών του στην περιοχή, την ημέρα εκείνη τους ξέχασε όλους, δεν άκουγε κανένα, μόνο την επιτυχία των εκτελέσεων σκεπτόταν, τίποτα άλλο. Η 28-9-191 ξημέρωσε και πέρασε ήρεμα, πλησίαζαν μεσάνυχτα. Πυροβολισμοί ξεσήκωσαν το χωριό κι ανήσυχες συζητήσεις άρχισαν μεταξύ των συγχωριανών. Ξημερώνοντας ο πατέρας μου, ηλικίας τότε 63 ετών, μου είπε, «έγινε βομβαρδισμός , σκότωσαν χωροφύλακες, πάμε να φύγουμε». Ενώ ο πατέρας μας έφυγε από το χωριό, εγώ φοβούμενος για την τύχη των δύο μικρών παιδιών μου παρέμεινα. Ώρα 8.00 της 29-9-1941, η φράση «βγείτε έξω, γιατί θα κάνουμε ανακρίσεις», επαναλαμβανόταν συνεχώς στις γειτονιές απ’ τους βουλγαροέλληνες που συνόδευαν τους Βουλγάρους στο αποτρόπαιο έγκλημά τους. Θα ήταν 9.00 η ώρα και τα συγκεντρωθέντα άτομα δεν ξεπερνούσαν τη στιγμή εκείνη τα 20. Ξαφνικά απ’ την απέναντι πλευρά της οδού, 2 Βούλγαροι έστρεψαν τα όπλα τους προς εμένα και η σκληρή φωνή τους «Αλτ» με κοκάλωσε. Σήκωσα ψηλά τα χέρια και με οδήγησαν ανάμεσα στους συγκεντρωθέντες. Γρήγορα γίναμε 40 και με βουλγαρική συνοδεία πήραμε το δρόμο για το δημοτικό σχολείο, προς τα πεύκα.. Στα πεύκα συναντήσαμε κι άλλες ομάδες συγκεντρωθέντων που ξεπερνούσαν τους 100, σε λίγο ήρθαν κι άλλοι, κι άλλοι συνεχώς κατέφθανα ομάδες πού αφετηρία είχαν κυρίως την οδό Βενιζέλου.Τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου που έμειναν στο σπίτι, οι Βούλγαροι τους έβγαλαν έξω και με τη βία τους έστειλαν ανάμεσά μας. Οι Βούλγαροι φρουροί μας ήταν 20, άλλοι με στρατιωτικά ρούχα κι άλλοι με πολιτικά. Ήταν Βουλγαροέλληνες ελληνικών χωριών της περιοχής Προσοτσάνης  Δράμας οι περισσότεροι οι οποίοι με τις οικογένειές τους το Σεπτέμβριο του 1944, ακολούθησαν τους Βουλγάρους στη Βουλγαρία. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στο σχολείο κι εμείς, μ’ ενισχυμένη φρουρά που κατέφθασε τη στιγμή εκείνη με δύο φορτηγά από την Καβάλα στο γειτονικό ακατοίκητο κτίριο. Ήμασταν πάνω από 200. Ώρα 20.00 μας οδήγησαν για εκτέλεση σαν αγέλη, μας έσπρωχναν προς το θάνατο. Σοφίστηκα αμέσως κι έκανα τον κουτσό, μήπως και μου δοθεί η ανάλογη ευκαιρία απόδρασης. Κουτσαίνοντας έμεινα πίσω γύρω στα 200 μέτρα και αναγκαστικά παρέμεινε μαζί μου ο τελευταίος φρουρός. Ο φρουρός φανερά εκνευρισμένος για την καθυστέρησή μου, έβριζε και με χτυπούσε με το κοντάκι. Δεν άντεχα άλλο, το ελληνικό πατριωτικό μου συναίσθημα είχε ξεφαντώσει μέσα μού. Ενώ δεχόμουν τα χτυπήματα, παρατήρησα καλά το Βούλγαρο φρουρό, που ήταν πιο κοντός από μένα και σκέφτηκα «είναι του χεριού μου, αφού είμαι για εκτέλεση, θα του επιτεθώ, θα του επιτεθώ». Όπως μ’ έσπρωχνε, γύρισα ξαφνικά του άρπαξα το όπλο και το τράβηξα, το τράβηξα με τόση δύναμη, που χτύπησε στο έδαφος κι έσπασε στη μέση. Πάγωσε ο φρουρός , φοβήθηκε , τον παράτησα και άρχισα να τρέχω σα λαγός προς την κατεύθυνση μεταξύ Αδριανής και Χωριστής. Δεν πέρασε ένας μήνας απ’ την επιστροφή μου και οι Βούλγαροι μ’ επιστράτευσαν ως «ντουρντουβάκι» στα καταναγκαστικά έργα της περιοχής Σιδηροδρομικού Σταθμού Σιδηροκάστρου – Κούλας, Τσεμετλί για 12 ολόκληρους μήνες. Με το τέλος των 12 μηνών, λόγω σοβαρής ασθένειας της θυγατέρας μου και θερμών παρακλήσεων της συζύγου μου, μου δόθηκε ολιγοήμερη άδεια και ξανά δεν επέστρεψα στα καταναγκαστικά έργα. Δεν μπορώ να αποδώσω ευθύνες σε συγκεκριμένα άτομα για το αιματοκύλισμα του Δοξάτου, όμως μπορώ να πω με σιγουριά ότι δώσαμε εμείς την ευκαιρία στους αιμοσταγείς Βουλγάρους να προβούν στις εκτελέσεις. Ενώ η πατρίδα μας είχε καταληφθεί σχεδόν όλη από τις γερμανικές δυνάμεις, εμείς διαδίδαμε ότι οι δήθεν σύμμαχοί μας Ρώσοι πλησιάζουν στα σύνορά μας φέρνουν τη λευτεριά και πρέπει να ξεσηκωθούμε. Οι χωριανοί μας αντάρτες και των γύρω χωριών, κομμουνιστές, μια χούφτα άοπλοι αγωνιστές, αστρατικοποίητοι, απειροπόλεμοι εντελώς, νόμισαν ότι με τη δολοφονία ενός πολίτη Βούλγαρου, κεραμοποιού στο επάγγελμα και μάλιστα μέσα στο κεραμοποιείο του Δοξάτου και των χωροφυλάκων θα έφερναν αισιοδοξία και αύξηση στελεχών στις τάξεις τους. Νόμισαν ότι θα προσέλκυαν επίδοξους αντάρτες, ότι θα έφερναν αποτέλεσμα, αλλά έφεραν την καταστροφή. Εκτελέστηκαν περίπου 189 άτομα.

 

    Πηγαδά Ευδοκία, σύζυγος Δημοσθένη, γεννήθηκε το 1905 στην Ανατολική Θράκη (Βιζύη ή Βίζα ή Βιζού) και κατοικεί στο Δοξάτο Δράμας, συνταξιούχος ΟΓΑ. Μαρτυρία της 3-6-1991, ώρα 11.00΄ ΘΕΜΑ: Εκτελέσεις (Περίληψη) Τέλος Απριλίου 1941 εμφανίστηκαν οι Βούλγαροι και μετά από συνεχείς αναγνωρίσεις της περιοχής εγκαταστάθηκαν στο Δήμο μας στο κτίριο που είναι ο σημερινός παιδικός σταθμός. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Γιαννάκου Φανής του Θωμά, στο δεύτερο όροφο του σπιτιού τους, εγκαταστάθηκαν 2 υπάλληλοι του Δήμου, ο ένας ονόματι  Μπόρις. Αν και αρχικά οι Βούλγαροι δε δημιουργούσαν προβλήματα, παρά ταύτα πολλοί Δοξατιανοί προύχοντες αναχώρησαν για Θεσ/νίκη πρώτα και μετά για Νιγρίτα, όπου πέρασαν καλύτερα τα κατοχικά χρόνια, γιατί η περιοχή πέρα από το Στρυμόνα ποταμό θεωρείτο ελεύθερη Ελλάδα και γενικά η διαβίωση στα εδάφη εκείνα δεν προκαλούσε αγωνία και κίνδυνο. Προβλήματα στις σχέσεις μας δεν υπήρχαν και όταν οι Βούλγαροι έφεραν και τις οικογένειές τους μαζί, το κλίμα ήταν πολύ καλύτερο. Τον ίδιο καιρό όμως αρκετοί κάτοικοι του Δοξάτου και της γύρω περιοχής, κυρίως κομμουνιστές , κατέφευγαν στο βουνό, δημιούργησαν κάποιο ψευτοαντάρτικο και οι πρώτες βουλγαρικές ανησυχίες, αλλά και προβληματισμοί, φώλιασαν στον ορίζοντα. Έφτασε η 28-9-1941, είχαν αρχίσει να πέφτουν σκοτάδια όταν ξαφνικά ακούστηκαν καμπάνες και η φράση τώρα, ήρθε η ώρα». Η ώρα πέρασε γρήγορα και τον ήχο της καμπάνας τον αντικατέστησαν οι πυροβολισμοί. Σε λίγο φούντωσε η μάχη μεταξύ ανταρτών και χωροφυλάκων. Τα κτίριο της φυλακής πυρπολήθηκε. Προς στιγμή η νίκη φαινόταν να είναι με το μέρος των ανταρτών, μια νίκη που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του Δοξάτου. Μπορεί να μην ήταν πεπειραμένοι στρατιωτικοί οι αντάρτες, μπορεί να παρασύρθηκαν από άλλους, μπορεί να παραδόθηκαν, όμως και ο πιο επιεικής κριτής, μπροστά στο αποτέλεσμα, τους επικρίνει και τους κατηγορεί για την αφέλειά τους. Ξημέρωσε. Ένα αεροπλάνο έριξε 3-4 βόμβες γύρω από το χωριό, χτύπησαν οι καμπάνες και οι Βούλγαροι στους δρόμους φώναζαν μανιασμένοι, «βγείτε όλοι έξω, γιατί θα κάψουμε το χωριό». Μας μάζεψαν στο σχολείο κι εκεί έγινε διαχωρισμός ανδρών και γυναικόπαιδων, ενώ μεταξύ των ανδρών έγινε διαχωρισμός νέων και γερόντων. Τα μεσάνυχτα έφτασε στ’ αυτιά μας ο ήχος των πολυβόλων και η φράση «σκοτώνουν τους άνδρες μας» πάγωσε το αίμα μας. Η Λιούσια Σοφία, που ήταν έγκυος, της ήρθαν πόνοι γέννας και με τη βοήθεια της γριάς Μαλέα πρακτικής μαμής ήρθε στον κόσμο ένα αγόρι που τα πρώτα ρουχαλάκια ήταν κομμάτια από τα φουστάνια μας. Ρωτήσαμε τους Βουλγάρους φρουρούς για την τύχη των ανδρών μας και αυτοί απάντησαν «αυτοί πάνε, λυπόμαστε που είχε και νέους». Μετά 8 ημέρες, αφού τα πτώματα είχαν μυρίσει τα ξεθάψαμε και τα θάψαμε σε ομαδικό τάφο. Οι γυναίκες φόρεσαν όλες μαύρα, το γέλιο έσβησε από τα χείλια μας , η αποφράδα εκείνη ημέρα δεν ξεχάστηκε, ούτε θα ξεχαστεί ποτέ.

 

    Πηγαδάς Θεόδωρος του Δημοσθένη, γεννήθηκε το 1926 στο Δοξάτο  Δράμας και κατοικεί ομοίως, συνταξιούχος Μαρτυρία της 3-6-1991, ώρα 13.00 Θέμα: Εκτελέσεις (περίληψη) Οι εκτελέσεις έγιναν κοντά στα πεύκα, αριστερά από το σημερινό γυμνάσιο, στην θέση «Εντριτζήλο». Οι συγκεντρωθέντες διαχωρίστηκαν κατά ηλικία, από 20-40 ετών και από 40 και πάνω συμπεριλαμβάνονταν οι έφηβοι και τα γυναικόπαιδα. Οι μελλοθάνατοι χωρίστηκαν σε δυάδες των τριών σειρών, δηλαδή κάθε δυάδα αποτελούσε μια σειρά και κάθε σειρά απείχε από την άλλη γύρω στο μέτρο. Ήμουν ένας από τους συγκεντρωθέντες, ηλικίας τότε 15 ετών. Ο Κηρογιάγκου Ευάγγελος, που ήταν στο οίκημα των μελλοθανάτων, δεν τον βρήκαν οι σφαίρες στον τόπο εκτέλεσης, έλυσε τα δεμένα με σύρμα χέρια του, προσπάθησε να λύσει και του αδελφού του Πασχάλη, στάθηκε όμως αδύνατο, οπότε ο Πασχάλης επιτακτικά του είπε φύγε να σωθείς, είμαι σφιχτά δεμένος» και ο Ευάγγελος τον φίλησε και έφυγε χωρίς να τον αντιληφθούν. Πέρασε η 29-9-1941, ξημέρωσε η 30-0-1941 κι ακόμα οι πυροβολισμοί του εκτελεστικού αποσπάσματος συνεχιζόταν. Ξημέρωσε και οι Βούλγαροι δεν προλάβαιναν να τους οδηγήσουν στο σημείο εκτέλεσης, και με άγχος, βιασύνη, φόβο και ντροπή ακόμα, τους οδηγούσαν σε άλλο σημείο εκτέλεσης κοντά στο σχολείο, μπροστά στα μάτια μου. Τα στημένα πυροβόλα τους θέρισαν. Ένα άτομο όμως με λυμένα τα χέρια, κατάφερε και με υπερβολική ταχύτητα ξέφυγε προς την πλευρά της Χωριστής  Δράμας, ενώ οι σφαίρες βούιζαν γύρω του σα ζαλισμένες μέλισσες. Στις 9:00 ώρα της 30-9-41 μας άφησαν ελεύθερους και γυρίσαμε σπίτια μας. Μετά 8 ημέρες έγινε η εκταφή των νεκρών και η ταφή τους σε ομαδικό τάφο που σκάψαμε. Αιτία της καταστροφής ήταν η επίθεση των μελών του προσωρινού αντάρτικου στη βουλγαρική αστυνομία. Ήταν σφάλμα των ανταρτών αυτών γιατί ο ξεσηκωμός ήταν πρόχειρος και ανώριμος. Λέγεται μάλιστα ότι οι αντάρτικες ομάδες της Θεσ/νίκης συνεννοηθήκαν με τους αντάρτες της περιοχής μας και διάλεξαν ως ημερομηνία ξεσηκωμού την 28-9-1941, αλλά τελευταία στιγμή οι ομάδες της Θεσσαλονίκης διαφοροποίησα το σχέδιό τους και έστειλαν σύνδεσμό στην περιοχή μας για ενημέρωση και τροποποίηση του σχεδίου, πλην όμως ο σύνδεσμος σκοτώθηκε κοντά στον ποταμό Στρυμόνα κι έτσι οι της περιοχής μας έμειναν ανημέρωτοί και η επιχείρησή τους καταδικάστηκε σε αποτυχία. Γι’ αυτό θα πρέπει να είμαστε πιο επιεικείς στις κρίσεις μας.

ΔΗΜΟΣ ΔΟΞΑΤΟΥ (ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ)

Βλαχόπουλος Αναστάσιος    Αθανάσιος    26

Γιολτσίδης Ιωάννης    Συμεών    22

Ζηλακάκης Γεώργιος    Χρήστος    36

Καμπάνταης Αλέξανδρος    Δημήτριος    29

Κατσαντώνης Θωμάς    Παναγιώτης    56

Κατσαντώνης Σωτήρης    Θωμάς    24

Ρεπάκης Στέφανος    Πέτρος    35

Σακκόπουλος Γεώργιος    Γεώργιος    22

 

ΔΗΜΟΣ ΔΟΞΑΤΟΥ (ΑΓΟΡΑ- Πάζαρλαρ)

Κυζίρογλου Αναστάσιος    Ιωσήφ    45

Μυλονόπουλος Ευσέβιος    Αντώνιος    40

Μυρισίδης Δημήτριος    Ιωάννης    33

 

ΔΗΜΟΣ ΔΟΞΑΤΟΥ

Αγγέλου Άγγελος    Χριστόδουλος    31

Αγόρι (ψευδώνυμο Αρμενίου)    17

Αθανασίου Δημήτριος    Αναστάσιος    33

Αινίτης Μιλτιάδης    Κωνσταντίνος    28

Αλεξανδρίδης Αλέξανδρος    Μιλτιάδης    25

Αλεξίου Αλέξιος    Χριστόδουλος    37

Αλεξίου Θεόδωρος    Απόστολος    36

Αλεξίου Νικόλαος    Απόστολος    20

Αλεξίου Νικόλαος    Αλέξιος    28

Αλεξίου Παναγιώτης    Γεώργιος    27

Αλεξίου Παναγιώτης    Θεόδωρος    31

Αλτίκης Δημήτρης    Γεώργιος    20

Αμβράζης Αριστοτέλης    Παναγιώτης    26

Αμβράζης Δημοσθένης    Παναγιώτης    24

Αραπίδης Μιχαήλ    Γεώργιος    36

Αρβανιτίδης Ιωάννης    Μενέλαος    20

Αρβανιτίδης Μιχαήλ    Ισαάκ    65

Βασιλειάδης Χρήστος    Παναγιώτης    17

Βαφείδης Χρήστος    Αθανάσιος    18

Βελένης Ανέστης    Σταμάτιος    38

Βελέντζας Ιωάννης    Νικολάος    26

Βλαχάτσης Ιωάννης    Κωνσταντίνος    31

Βλαχάτσης Χρήστος    Κωνσταντίνος    27

Βογιατζής Αλέξανδρος    Αθανάσιος    40

Βογιατζής Ορέστης    Αθανάσιος    38

Βογιατζής Χρήστος    Κλεάνθης    44

Βουλούτης Νικόλαος    Δημήτριος    33

Γεωργιάδης Γεώργιος    παπα-Χριστόδουλος    39

Γεωργιάδης ή Δούλης Δημήτριος    Αθανάσιος    35

Γιαμαλής Αθανάσιος    Νικολάος    40

Γιαννάκης Ανδρέας    Κωνσταντίνος    33

Γιαρμουκάκη Σουλτάνα    Κωνσταντίνος (σύζυγος)  46

Γκαϊντακλής Αθανάσιος    Αντώνιος    19

Γκαρνίκ ή Γκαρνέκ (Αρμένιος)    40

Γκόγκουλης Κίμων    Ανδρέας    33

Γοργίας Νικόλαος    Στέργιος    23

Δαγλής Νικόλαος    Κωνσταντίνος    25

Δαμιανίδης Βασίλειος    Γεώργιος    28

Δαμιανίδης Κωνσταντίνος    Γεώργιος    32

Δημητρακούδης Σταύρος    Θεόδωρος    50

Δημόπουλος Γεώργιος    Δημήτριος    29

Δημόπουλος Νικόλαος    Δημήτριος    32

Δικονιμάκης Ιωάννης    Ανδρέας    22

Δοντάκης Στέργιος    Κωνσταντίνος    22

Δόσπαπας Αλέξανδρος    Γεώργιος    32

Δρογούτης Γεώργιος    Απόστολος    26

Ζυρνόβαλης Μιχαήλ    Πέτρος    32

Ήτιος Δημήτριος    Νικολάος    37

Θασίτηςή Ανθουλιάς Αριστοκλής    Γεώργιος    30

Θεοδωράκης Παναγιώτης    Λάμπρος    47

Θεολογίδης Δημήτριος    Γεώργιος    28

Ιακωβίδης Αιμίλιος    Τρύφων    34

Ιωαννίδης Σταύρος   

Καλακίκος Στρατής   

Καπουτζής Γεώργιος    Δημήτριος    24

Καραγεβρέκης Χριστόδουλος    Γεώργιος    26

Καραγεβρέκης Αθανάσιος    Γεώργιος    28

Καραγιάννης Κλέαρχος    Ιωάννης    38

Καραγκιόζης Ανέστης    27

Καραγκούνης Στέφανος    Γεώργιος    32

Καραμήτρου ή Κυριατζής Αθανάσιος    Ανέστης    28

Καράμπελας Δημήτριος    Ιωάννης    20

Καραπαναγιωτίδου Παναγιώτα Θεμιστοκλής (σύζυγος) 38

Καρατζεμδένης Στέργιος    Αθανάσιος    65

Καρατζόγλου Κύρος    Ιωάννης    29

Καρατζόγλου Γεώργιος    Αναστάσιος    31

Καρατζόγλου Μενέλαος    Ιωάννης    40

Καρατζόγλου Χαρίλαοςή Χαράλαμπος    Μιχαήλ    29

Καρβουνίδης Θεόδωρος    Χαράλαμπος    57

Καρκατζέλης Κωνσταντίνος    Αναστάσιος    19

Καρακατζέλης Λεωνίδας    Αθανάσιος    50

Κατσέρης Νικόλαος    Γεώργιος    24

Κιάμος Θεόδωρος    Χρήστος    22

Κιμπάρης Ιωάννης    Γεώργιος    35

Κιτσιούκης Απόστολος    Δημήτριος    19

Κόρδας Σταύρος (Πάπιας)    40

Κουμούρης Γεώργιος    Κωνσταντίνος    48

Κουμούρης Κωνσταντίνος    Νέστορας    21

Κουνδουράς Κωνσταντίνος    Δημήτριος    40

Κουνδουράς Στέφανος    Δημήτριος    45

Κουνδουράς Χρήστος    Δημήτριος    38

Κουρόγλου Μιλτιάδης    Θεολόγος    63

Κουρτίδης Νικόλαος    Λεωνίδας    26

Κουτσουράδης Κωνσταντίνος    Ευστράτιος    38

Κριτζέληςή Γριζέλης Σάββας    Δημήτριος    31

Κυνηγόπουλος Ηλίας    Χρήστος    20

Κυριατζής Χρήστος    Γεώργιος    18

Κύρου Πασχάλης    Γεώργιος    21

Κωνσταντινίδης Πρόδρομος    Κωνσταντίνος    22

Μαγαρσιώτης Στέργιος    Κωνσταντίνος    31

Μαδεμλής Δημοσθένης    Χρήστος    42

Μαδεμλής Ζήσης    Ιωάννης    29

Μαδεμλής Θεοδόσιος    Ιωάννης    24

ΔΗΜΟΣ ΔΟΞΑΤΟΥ (συνέχεια)

Μαδεμλής Θεόδωρος    Διονύσιος    25

Μαδεμλής Θεόδωρος    Ιωάννης    22

Μαδεμλής Νικόλαος    Χρήστος    27

Μαδεμλής Πρόδρομος    Χρήστος    21

Μάλλιος Ευστάθιος    Αναστάσιος    30

Μαραπίδης Ηρακλής    Νικολάος    23

Μαργαρίτης Κωνσταντίνος    Αντώνιος    31

Μαργαρίτης Μαργαρίτης    Χρήστος    23

Μαργαρίτης Σοφοκλής    Χρήστος    35

Ματραπάζης Απόστολος    Μιχαήλ    18

Μηλιούσης Αθανάσιος    Χρήστος    29

Μολιστάνος Αντώνιος    Γεώργιος    28

Μοσχόπουλος Σταύρος    Νικολάος    35

Μοσχούτης ή Μοσχούδης Εμμανουήλ    Νικολάος    28

Μουραλόπουλος Θεοχάρης    Ιωάννης    28

Μπαλωτής Αναγνώστης   

Μπαμπούρας Κωνσταντίνος    Απόστολος    22

Μπεάκης ή Δεμερτζής Αργύριος    Δημήτριος    22

Μπεσίκας Ιωάννης    Στέργιος    27

Μπεσίκας Στέργιος    Ιωάννης    53

Μπεσιρίδης Λεωνίδας    Θεόδωρος    18

Μπουντάκης Κωνσταντίνος    Λάμπρος    26

Μυλόπουλος Λάζαρος    Βασίλειος    20

Μυτιλέτσης Μιλτιάδης    Παναγιώτης    51

Ναλμπάντης Δημήτριος    Παναγιώτης    20

Ναλμπάντης Παναγιώτης    Δημήτριος    72

Ναούμ Θεόδωρος    Βασίλειος    18

Ξανθόπουλος Κωνσταντίνος    Αλέξανδρος    23

Ξανθόπουλος Λάζαρος    Κωνσταντίνος    28

Ξανθόπουλος Παναγιώτης    Κωνσταντίνος    35

Ξανθόπουλος Χαράλαμπος   

Παλουκόπουλος Γεώργιος    Αναστάσιος    26

Πανανός Σωτήριος    Ιωάννης    17

Παπαδημητρίου Γεώργιος    Ιωάννης    30

Παπαδόπουλος Γεώργιος    Βασίλειος    44

Παπαδόπουλος Παύλος    Δημήτριος    55

Παπάζογλου Δημήτριος    Ιωάννης    36

Παπάζογλου Χρήστος    Ιωάννης    35

Παπαθανασίου Αθανάσιος    Αριστείδης    18

Παπαθανασίου Θεμιστοκλής    Αριστείδης    27

Παπαϊωάννου Δημήτριος    Τηλέμαχος    41

Παπαϊωάννου Διογένης    Ιωάννης    16

Παπαϊωάννου Θεόδωρος    Κωνσταντίνος    22

Παπαϊωάννου Χρήστος   

Παπακωνσταντίνου Αθανάσιος    Αχιλλέας    40

Παπανικολάου Χρήστος    Βασίλειος    22

Παραδεισόπουλος Ιωάννης    Αναστάσιος    21

Παράσχου Αλέξανδρος    Γεώργιος    28

Παυλάτος Δημήτριος    Σωτήριος    31

Παυλάτος Χρήστος    Θεόκλητος    25

Πεζοδρόμος Αθανάσιος    Δημήτριος    29

Πεζοδρόμος Στέφανος    Δημήτριος    50

Πεντηκούσης Αναστάσιος    Κωνσταντίνος    18

Πηγαδάς Δημοσθένης    Κωνσταντίνος    42

Πηγουνάκης Γεώργιος          22

Πλακοπίτης Δημήτριος    Ιωάννης    35

Ράιτσιος Άξιος    Αναστάσιος    38

Ραφτόπουλος Εμμανουήλ    Νικολάος    33

Ρουμανιώτης Γεώργιος   

Σακκόπουλος ή Σακκάς Μιχαήλ    Πασχάλης    45

Σαμαράς Μιχαήλ    Δημήτριος    29

Σαραπάρης Ευάγγελος    Δημοσθένης    19

Σαριπανίδης Κλεάνθης    Παναγιώτης    65

Σαριπανίδης Πέτρος    Κλεάνθης    31

Σατσής Παναγιώτης    Δημήτριος    33

Σερέτης Απόστολος    Θεόδωρος    29

Σινώκας Γεώργιος    Αθανάσιος    21

Σιρλαντζής Γεώργιος    Δημήτριος    32

Σλιάτσης Αναστάσιος    Ιωάννης    23

Σλιάτσης Κωνσταντίνος    Νικολάος    25

Σλιάτσης Σωτήριος    Νικολάος    22

Σταύρου Ευάγγελος    Νικολάος    38

Σταύρου Σταύρος    Νικολάος    30

Στεργίου Δημήτριος    Ιωάννης    16

Τασλής Ζήσης    Παναγιώτης    25

Τασλής Χρήστος    Παναγιώτης    35

Ταυλαρίδης Αναστάσιος    Αθανάσιος    39

Τελωνιάτης Χρήστος   

Τζιτζιμπάσης Μάρκος    Νικολάος    28

Τσάνταλης ή Κατσαρός Κων/νος    Δημήτριος    54

Τσάνταλης ή Κατσαρός Σταύρος    Κωνσταντίνος    23

Τσαρακλίδης Ανέστης   

ΤσερπιστάληςΘεοχάρης(ή Κοκάρης)    Γεώργιος    17

Τσιβελεκίδης Αλέξανδρος    Κωνσταντίνος    50

Τσιβελεκίδης Σάββας    Γεώργιος    46

Τσιγγίζης Αναστάσιος    Νικολάος    32

Τσίπας Χρήστος    Αθανάσιος    17

Τσουκαλίδης Σωτήριος    Άγγελος    37

Φαμιλωνίδης Στυλιανός    Γεώργιος    70

Φιλιππίδης Βασίλειος    Γεώργιος    21

Φωτίου Βασίλειος    Διαμαντής    21

Φωτίου Κωνσταντίνος    Διαμαντής    18

Χαλβατζής Ιωάννης    Δημήτριος    37

Χαραλαμπίδης Γεώργιος    Θεόδωρος    32

Χατζηβασιλείου Αναστάσιος    Διονύσιος    35

Χατζηβασιλείου Άξιος    Ιωάννης    28

Χατζηβασιλείου Κωνσταντίνος    Ιωάννης    19

Χατζηβασιλείου Κωνσταντίνος    Στέφανος    32

Χατζηδημητρίου Γεώργιος    Λεωνίδας    33

Χατζηδημητρίου Δημήτριος    Λεωνίδας    22

Χατζηδημητρίου Νικόλαος    Λεωνίδας    27

Χατζηδημητρίου Τιμόθεος    Χρήστος    22

Χατζηδημητρίου Χρήστος    Αριστομένης    34

Χατζηελευθερίου Αθανάσιος    Συμεών    47

Χατζής ή Χατζόπουλος Ιωάννης    30

Χατζής Λάμπρος    Ιωάννης    44

Χατζόπουλος Ιωάννης    Πασχάλης    30

β. ΙΕΡΗ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΙΚΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΑΣ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ ΟΡΟΥΣ 

(Επαρχία Φυλλίδος Νομού Σερρών)

ΘΕΜΑ: Πυρπόληση της Μονής - Κλοπή των Κειμηλίων και Χειρογράφων.

    Επισκέφθηκα πολλές εκκλησίες και πολλά Μοναστήρια της Πατρίδας μου κι αισθάνθηκα απέναντι στις εικόνες πολλών Αγίων ιερή συγκίνηση. Προσκύνη­σα πολλές εικόνες της Παναγίας κι ένιωσα ότι η ζωή πηγάζει μόνο από την α­ληθινή πίστη. Όμως, μπροστά στην υπερβολική λάμψη της Αχειροποίητης θαυματουργής Εικόνας της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, συγκλονίζομαι. Η θεϊ­κή ομορφιά της με μεθάει χριστιανικά, νιώθω να ξαναγεννιέμαι, δίνω συνεχείς υποσχέσεις φιλανθρωπιάς, παίρνω αμέτρητες ψυχικές δυνάμεις και μια γαλή­νη, μια απέραντη γαλήνη με καταλαμβάνει.

Η εικόνα αυτή της Υπεραγίας Θεοτόκου, βρίσκεται στην ιστορική Μονή της Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου Όρους.

Τοποθεσία της Μονής

    Η Μονή είναι κτισμένη σε μικρή καταπράσινη κοιλάδα, σε ύψος 780 μέτρων περίπου. Αν και βρίσκεται στα σύνορα των Νομών Σερρών-Καβάλας, γεωγραφι­κά υπάγεται στο Νομό Σερρών, ενώ διοικητικά ανήκει στη Μητρόπολη Δράμας. Απέχει από τη Δράμα και Καβάλα 45 λεπτά, από τις Σέρρες μια ώρα και από τη Θεσ/νίκη δύο ώρες περίπου. Το πλησιέστερο χωριό η Κορμίστα -Σερρών, είναι στους πρόποδες του Παγγαίου, λίγο πριν αρχίσει ο ανηφορικός για τη Μονή δρόμος και απέχει 10 λεπτά, ενώ η Νικήσιανη - Καβάλας, απέχει 20 λεπτά τόσο από τον ασφαλτόδρομο, όσο και από το χωματόδρομο που την ενώνει απ’ ευθεί­ας με τη Μονή, μέσω των βουνοκορφών της οροσειράς Παγγαίου.

    Η Βιτάστα (Κρηνίδα) - Σερρών, το χωριό μου, απέχει μόλις 20 λεπτά. Οι κάτοι­κοι των χωριών Νικήσιανης και Κορμίστας, αισθάνονται ότι έχουν την αποκλει­στικότητα της Μονής, το σίγουρο όμως είναι ότι όλοι οι κάτοικοι της περιοχής Παγγαίου, αισθάνονται ότι η Παναγία Εικοσιφοίνισσα είναι η δικιά τους Παναγία.

   Ο ανηφορικός φιδωτός ασφαλτόδρομος ο οποίος ξεκινά από τη βάση του Παγγαίου, κοντά από την Κορμίστα και που αρχικά περνά δίπλα από πουρνά­ρια και στη συνέχεια ανάμεσα από ακακίες, μεσέδες, οξυές και καστανιές, δί­νει στον επισκέπτη την εντύπωση ότι εισχωρεί σταθερά στην καρδιά του βου­νού. Αριστερά του δρόμου, στο βάθος της μεγάλης ανοιχτής χαράδρας (μπουγάζι) φαίνονται ακόμα μερικές χορταριασμένες πέτρες από τον παλιό καλντεριμένιο καρόδρομο, όπου υπάρχουν αναλλοίωτες κατακόκκινες στα­λαγματιές αίματος, που ανήκαν στον πρώτο κτήτορα της Μονής Όσιο Γερμα­νό, ο οποίος παρά τις προσφορές των κατοίκων της γύρω περιοχής, συγκέ­ντρωσε μόνο 10 χρυσά νομίσματα αντί των απαιτουμένων 100, για τις εργα­σίες ανεγέρσεως, γι’ αυτό συνελήφθη από τους μαστόρους, σύρθηκε στο καλ­ντερίμι και καταματωμένος μετήχθη στη Δράμα για να δικαστεί. Τονίζεται βέβαια, ότι πολλοί προσκυνητές παλαιότερα έλεγαν ότι τα αίματα ανήκαν στο δεύτερο κτήτορα Διονύσιο. Σήμερα στη Βιτάστα Σερρών εξακολουθούν οι γεροντότεροι να επιμένουν ότι τα αίματα ανήκουν στο Διονύσιο, διότι έτσι το γνώριζαν από τους προγόνους τους.

    Μόνο 10 λεπτά αρκούν για να περάσει κανείς τον ανηφορικό ασφαλτόδρομο από τους πρόποδες μέχρι τη Μονή και να αντικρύσει στο τέλος του δρόμου και της παράλληλης χαράδρας, τη μεγαλοπρέπεια του βυζαντινού Μοναστηριού. Οι αόρατες μέχρι εκείνη τη στιγμή πανύψηλες δασώδεις πλαγιές που ξεκινούν γύ­ρω από τη Μονή, το ποικίλο κελάηδημα των αμέτρητων πουλιών, το χαρούμενο βούισμα των εντόμων, ο καθαρός αέρας και το αμέσως αισθητά υγιεινό ηπειρω­τικό κλίμα, ιδανικό για φυσική θεραπεία ασθενών και μακροβιότητα, αληθινά κόβει την ανάσα του επισκέπτη προσκυνητή και του προκαλεί δέος.

 

Χρόνος ίδρυσης - Κτήτορες Μονής

    Το 450 μ.Χ., 60 μέτρα περίπου ανατολικά της Εικοσιφοίνισσας, ο Μητροπολίτης  Φιλίππων Σώζων (443-454μ.Χ.), έκτισε ναό και μοναστικό κτιριακό συγκρότημα, τα οποία όμως γρήγορα εγκαταλείφτηκαν και ερημώθηκαν. Σήμερα τα υπάρχοντα ερείπια  των τειχών, μαρτυρούν την ύπαρξη εκείνων των αρχαίων κτισμάτων.

    Ο Όσιος Γερμανός, μοναχός της Μονής Τιμίου Προδρόμου της Παλαιστίνης, πλησίον του Ιορδάνη ποταμού, στον οποίο παρουσιάστηκε η Παναγία στο όνειρό του ή σε ώρες προσευχής και περισυλλογής και του παρήγγειλε να κτίσει προς τιμήν της Μοναστήρι στο όρος Παγγαίο της Μακεδονίας, όταν έφτα­σε στην περιοχή της Εικοσιφοίνισσας βρήκε τα κτίσματα ερημωμένα και ερειπωμένα κι αποφάσισε εκεί δίπλα στα ερείπια να θέσει τον πρώτο λίθο της «κα­τοικίας» της Παναγίας μας. Οι πατέρες τοποθετούν ως χρόνο ίδρυσης της μονής το 450 μ.Χ. Πάντως το σίγουρο είναι ότι κτίστηκε η Μονή μεταξύ του 450-518 μ.Χ., αφού στο αγίασμα της Παναγίας υπάρχει η χρονολογία – πιθανόν κατασκευής του Αγιάσματος - 518 μ.Χ., κτίστηκε επομένως πριν από τις Μονές του Αγίου Όρους.

    Δεύτερος κτήτορας θεωρείται ο Άγιος Διονύσιος από τη Δημητσάνα - Αρκαδίας. Γεννήθηκε το 1411, χειροτονήθηκε αρχικά ιεροδιάκονος από το Μάρκο Ευγενικό, Μητροπολίτη Εφέσου, στη συνέχεια έγινε Μητροπολίτης Φιλιππουπόλεως και το 1467 Πατριάρχης Κων/πόλεως. Το 1473 παραιτήθηκε, το 1483 επανεξελέγη Πατριάρχης και τέλος το 1491 μόνασε υπέργηρος στη Μονή. Σήμερα διασώζονται τα Άγια Λείψανά του τα οποία ευωδιάζουν.

    Τρίτοι κτήτορες, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θεωρούνται οι ευσεβείς κά­τοικοι της Νικήσιανης - Καβάλας, οι οποίοι λίγο πριν την από 12-6-1944 πυρ­πόληση της Μονής από τις βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις, φρόντισαν για τη διάσωση της Εικόνας της Παναγίας και μέρους των βιβλίων και κειμηλίων, μετά δε την πυρπόληση ενδιαφέρθηκαν για την ανακατασκευή της Μονής, χωρίς βέβαια να λησμονούμε και τους άλλους κατοίκους της περιοχής που έ­διναν και δίνουν πάντα τη συνδρομή τους στη Μονή.

    Κτήτορα επίσης της Μονής δικαίως θεωρεί ο καθηγητής της θεολογίας και φίλος μου, Θεόφιλος Θωμάς, στο βιβλίο του Ιερά Προσκυνήματα, Νικήσιανης - Καβάλας, το Μητροπολίτη Δράμας Διονύσιο, ο οποίος με επίπονες και πολυ­δάπανες προσπάθειες και με τη βοήθεια της ηγουμένης Αλεξίας και των λοι­πών μοναχών της Μονής, επισκεύασε και εξωράισε το ναό και τα λοιπά κτίρια, σε σημείο που η λαμπρότητα της Μονής, από το 1985 και μετά, να θυμίζει τη χάρη και την ομορφιά του παρελθόντος.

Ονομασία της Μονής.

    Πολλές εκδοχές κυκλοφόρησαν σχετικά με την ονομασία της Μονής και πολλά ονόματα ήρθαν στο προσκήνιο, όπως Κοσίνιτζα, Κόσνιτζα, Κοσίνιτσα, Κοσνίτσα, Κοσσυφινίτσα, Κοσφοίνιτσα, Κοσίνισσα, Κοσσυφίνισσα, Εικοσιφοίνισσα.

Επικρατέστερη θεωρείται η ονομασία Εικοσιφοίνισσα (Εικών - Φοίνισσα). Σύνθετη λέξη που προέρχεται από το δοτική της λέξης Εικών, δηλαδή Εικόσι και από το ρήμα Φοινίσσω που σημαίνει κοκκινίζω, ή από το θηλυκό της λέξης Φοίνιξ, δηλαδή Φοίνισσα, που σημαίνει φοινικούν χρώμα, βαθυκόκκινο, λαμπε­ρό. Η ονομασία Εισκοσιφοίνισσα, ερμηνεύεται επομένως ως εικόνα φωτεινή, λαμπερή, γεμάτη από κατακόκκινη θεία μορφή, θαυματουργή. Λέγεται ότι ο Όσιος Γερμανός έδωσε σε ξυλουργό σανίδα να την επεξεργαστεί, να τη λαξεύσει, για να ζωγραφίσει στη συνέχεια την εικόνα της Παναγίας. Όμως η σα­νίδα σχίστηκε και ο Όσιος Γερμανός περίλυπος αποσύρθηκε στο κελλί του να προσευχηθεί. Κατόπιν ευρισκόμενος στο σημείο που σήμερα ονομάζεται «Στασίδι της Παναγίας» και ενώ εσκέπτετο να χρησιμοποιήσει νέα σανίδα, πα­ρουσιάστηκε η Θεοτόκος κρατώντας στα χέρια της το θείο βρέφος κι έτσι α­κριβώς αποτυπώθηκε η μορφή Της και του Χριστού στη σχισμένη σανίδα, η δε λάμψη της εικόνας έμοιαζε με φωτιά και θάμπωσε τους παρευρισκόμενους.

    Αμέτρητα είναι τα θαύματα της Αχειροποίητης Εικόνας της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας. - Αχειροποίητες εικόνες υπάρχουν στην πατρίδα μας άλλες τρεις, του Αγίου Γεωργίου στη Μονή Ζωγράφου του Αγίου Όρους, του Ιερού Μανδηλίου και της Θεοτόκου της Θεσ/νίκης.

    Πολλά γράφηκαν και πολλά ειπώθηκαν για τη στοργή και παρηγοριά της θαυματουργής Παγγαιορείτισσας Παναγίας μας.

Το έτος 1973 ο Δ. Παναγόπουλος, στο βιβλίο του «Ιερή Μονή Εικοσιφοίνισσας» αναφέρει πάνω από 80 θαύματα της Παναγίας μας, ο δε πατέρας μου Ξόμαλης Κων/νος, γεννηθείς το 1909 στη Βιτάστα - Σερρών, μου επέδειξε το ση­μείο και μου εξιστόρησε με δέος τον τρόπο θεραπείας των ψυχικά νοσούντων, αλλά και την πίστη των συγγενών των ασθενών για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Συγκεκριμένα μεταξύ 1900-1925, έξω από τη Μονή, 40 μέτρα νότια της κεντρικής πύλης, 10 μέτρα μακρυά από τα τείχη, στην αρχή του εφαπτώμενου του δρόμου υψώματος, υπήρχε μονόροφο μικρό οίκημα με χοντρή πόρτα και καγκελόφρακτο, χωρίς τζάμια, παράθυρο, προς την πλευρά της Μονής. Εκεί έκλειναν τους ψυχικά ασθενείς, οι οποίοι από τη στιγμή που αμπαρώνονταν στον κλειστό χώρο ηρεμούσαν και άφωνοι παρατηρούσαν από τα κάγκελα, νύχτα-μέρα, το χώρο της Μονής. Έμεναν εκεί 40 ημέρες, με μό­νη διατροφή λειτουργιά και λίγο κόκκινο κρασί και αφού τους μεταλάβαιναν και τους διάβαζαν εξορκισμούς, έφευγαν στο τέλος θεραπευμένοι, αισιόδο­ξοι, ικανοί να ενσωματωθούν στο κοινωνικό σύνολο.

 

Καταστροφές - Κλοπές της Μονής

    Το 1507 οι Τούρκοι κατακρεούργησαν 172 μοναχούς της Μονής, με το αιτιολογικό της υπό των μοναχών, με τη «μέθοδο» της εξομολόγησης, ενίσχυ­σης του εθνικού φρονήματος των καταπιεσμένων Ελλήνων της περιοχής. Αν και οι μοναχοί πρόλαβαν κι έκρυψαν την εικόνα και πολλά κειμήλια στα υπό­γεια, οι Τούρκοι προέβησαν σε λεηλασία της Μονής αλλά δεν την πυρπόλη­σαν, ούτε την κατέστρεψαν.

    Η Μονή παρέμεινε έρημη για μερικά χρόνια, μέχρι που μοναχοί της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους κατάφεραν την ανακαίνισαν και την επαναλειτούργησαν με νέους μοναχούς που συγκέντρωσαν από τη γύρω περιοχή.

Στις 27-3-1917, Μεγάλη Δευτέρα και ώρα 14.00', ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Πανίτσας, με πολλούς κομιτατζήδες (αντάρτες Βουλγάρους που με α­πάνθρωπα μέσα προσπαθούσαν να εκβουλγαρίσουν την Ανατολική Μακεδο­νία), με τη βοήθεια Τούρκων χωρικών της περιοχής (απομεινάρια της Τουρκο­κρατίας), την ανοχή του τότε Βούλγαρου Διοικητή της Δράμας Δάνεφ και την καθοδήγηση του Βούλγαρου αρχαιολόγου Βλαδίμηρου Σις, αφού κακοποίησε κυνικά τους μοναχούς, λεηλάτησε συστηματικά τη Μονή.

    Το σχέδιο των Βουλγάρων επιτεύχθηκε. Ο Βλαδίμηρος Σις, Τσέχος στην καταγωγή, αυστριακής υπηκοότητας κατά δήλωσή του, καθηγητής της αρχαι­ολογίας του πανεπιστημίου Σόφιας, ή καλύτερα Βούλγαρος αρχαιοκάπηλος, ιερόσυλος, που, όπως αναφέρει ο Βασίλειος Άτσαλος (καθηγητής Α.Π.Θ.) στο βιβλίο του , «Τα χειρόγραφα της Μονής Εικοσιφοίνισσας» είχε επισκεφτεί τη Μονή λίγες μέρες νωρίτερα και είχε περιεργαστεί τη βιβλιοθήκη και το θη­σαυροφυλάκιο της Μονής, γνώριζε τις κρύπτες και την αξία των κειμηλίων και επομένως ήταν ο ειδήμων, ο εγκέφαλος του σατανικού σχεδίου. Η λεηλασία κράτησε 4 ώρες, Φόρτωσαν σε 18 μουλάρια, χειρόγραφα, άμφια, κειμήλια, χρυσά τάματα, εικόνες και αυτήν ακόμα τη χρυσή επένδυση της εικόνας της Παναγίας. Σε 4 ώρες φόρτωσαν ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της Μακε­δονίας μας. Λέγεται ότι κάποιος Βούλγαρος Αξιωματικός που προσπάθησε να μεταφέρει και την εικόνα της Παναγίας, τινάχτηκε με δύναμη στη μαρμάρινη κολώνα και ξεψύχησε. Το αίμα, η μπότα και το πιστόλι του, αποτυπώθηκαν στις μαρμάρινες πλάκες του δαπέδου του ναού και διακρίνονται πεντακάθαρα σήμερα. Ακόμα λένε ότι φόρτωσαν την εικόνα, που εκείνη τη στιγμή απέκτησε ξαφνικά υπερβολικό βάρος, σε μουλάρι που οδήγησαν στο ναό, αλλά κι αυτό εξέπνευσε, ενώ έβγαινε φορτωμένο, στην είσοδο του ναού. Η οπλή του μου­λαριού αποτυπώθηκε στις μαρμάρινες πλάκες της εισόδου του ναού.

    Κατά το Β. Άτσαλο, τα σημαντικά για την αρχαιότητα και το περιεχόμενό τους χειρόγραφα φτάνουν τον αριθμό 430. Αρχικά μεταφέρθηκαν στη Δράμα και από εκεί στη Σόφια. Την ίδια χρονιά (1917) χειρόγραφα βρέθηκαν στην Πράγα, ενώ το 1918 ικανός αριθμός χειρογράφων βρέθηκε στη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας επιστημών της Σόφιας, τα οποία και αναγνώρισε ο Γερμανός Ehrhard. Οι Βούλγαροι οι οποίοι πρέπει να προέβησαν σε μεμονωμένες μικροκλοπές πριν από το 1917, δέχονται σήμερα ότι μόνο 5 χειρόγραφα βρίσκονται στην Σόφια και φυσικά ότι τα υπόλοιπα μας τα επέστρεψαν. Πράγματι ένα μέ­ρος των επιστραφέντων χειρογράφων ανήκει στη Μονή Τίμιου Προδρόμου των Σερρών και μόνο 12-13 χειρόγραφα δηλαδή το 3% των χειρογράφων της Μονής Εικοσιφοίνισσας βρίσκεται στο τμήμα χειρογράφων της εθνικής βι­βλιοθήκης των Αθηνών. Πολλά χειρόγραφα βρίσκονται σε βιβλιοθήκες διαφό­ρων κρατών και αρκετά και τα σημαντικότερα στην Πράγα, επιλεγέντα από το Βλαδίμηρο Σίς. Επίσης άγνωστος αριθμός βρίσκεται σε ιδιωτικές συλλογές και δυστυχώς απρόσιτος για έρευνα. Ενώ το 97% των χειρογράφων της Μονής Εικοσιφοίνισσας κοσμεί τις βιβλιοθήκες πολλών κρατών της Ευρώπης και της Αμερικής, μόνο το 3% βρίσκεται στην πατρίδα μας, ενώ στην ίδια τη Μονή, ή στη Μακεδονία μας κανένα.

     Στις 12-6-1944 και όχι το 1943 όπως λανθασμένα αναγράφεται στη μαρμάρι­νη πλάκα της εισόδου του αρχονταρικιού της Μονής, οι Βούλγαροι επανέλαβαν το βρώμικο έργο τους. Πυρπόλησαν τη Μονή, κατέκαυσαν των ξενώνα αποτελούμενο από 365 δωμάτια, τα παρεκκλήσια και όλα τα οικοδομήματα, πλήν του ναού ο οποίος διασώθηκε από θαύμα, με αρκετές όμως καταστρο­φές, συμπληρώνοντας έτσι τη λεηλασία του 1917.

    Ευτυχώς οι κάτοικοι της Νικήσιανης-Καβάλας διέσωσαν την εικόνα της Παναγίας και άλλους θησαυρούς, με αποτέλεσμα να υπάρξει σήμερα ικανός αριθμός κειμηλίων που να θυμίζει την αίγλη του παρελθόντος.

    Η συνεχής μανία του βουλγαρικού στοιχείου εναντίον της Μονής Εικοσιφοίνισσας, η ροπή για σύληση των θησαυρών της και ο ξεριζωμός της ιστο­ρίας μας, αποδεικνύει καθαρά ότι οι Βούλγαροι επεδίωκαν την εξαφάνιση των στοιχείων της ελληνικότητας της Μακεδονίας μας, της μοναδικής Μακεδο­νίας, με απώτερο σκοπό τον εκβουλγαρισμό της.

    Στις 5/6-12-1980, ώρα 24.00' έως 03.00', αγνώστου εθνικότητας βάνδαλοι - δεν μπορεί να ήταν 'Ελληνες - έκλεψαν τα χρυσαφικά (τάματα) της εικόνας της Παναγίας και τρεις μεγάλους, παλιούς, γεμάτους πετράδια, χρυσούς σταυρούς, συνολικής αξίας 40-50 εκατομμυρίων δραχμών περίπου.

    Το βουητό του δυνατού αέρα ήταν το κυριώτερο χαρακτηριστικό της στε­νάχωρης εκείνης χειμωνιάτικης σκοτεινής βραδιάς που κάλυψε τους ιερόσυ­λους. Οι αδίστακτοι κλέφτες επωφελούμενοι το θόρυβο των στοιχείων της φύσης, πριόνισαν ένα καγκελόφραχτο παράθυρο του ναού και μόλυναν το χώρο της Παναγίας. Το πρωί η εικόνα βρέθηκε στο πάτωμα του ιερού, λές και δεν ήθελε να βλέπει τα πρόσωπα αυτών που αντέγραψαν τις πράξεις των βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής.

 

Η Μονή σήμερα

    Αφού γνώρισε ημέρες ακμής και παρακμής, διώξεις, εγκαταλείψεις, πυρπο­λήσεις, σήμερα η Μονή ανθεί.

   Αφού γνώρισε πληθώρα μοναχών, το 1507 είχε 172, το 1525 είχε 70, το 1910 είχε 50, το 1916 και 1930 είχε 40, το 1967, ελλείψει ανδρών, μετατράπηκε σε γυναικεία, σήμερα (1992) η Μονή με τις 33 μοναχές εξακολουθεί να ακτινοβο­λεί τη χριστιανική πίστη.           ·

   Με τη Μονή συνδέονται οι Κατιρτζήδες ή Καταρτζήδες ή Κανταρτζήδες- κά­θε καταρτζής είχε 5 μουλάρια και όλα μαζί ονομάζονταν κατάρτι. Πιθανόν η ο­νομασία να προέρχεται από τη λέξη Κανταρτζής, ο ζυγιστής καμιά φορά ξεπερνούσαν τους 40 και ήταν όλοι τους νέοι, 20 χρονών περίπου, οι οποίοι έταζαν τον εαυτό τους για 1-2 χρόνια στην Παναγία, πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους μεταφέροντας με τα «μουλάρια της Παναγίας», υλικά οικοδομών, τροφές, ζωο­τροφές και βοηθούσαν στην καθαριότητα της Μονής και στο φώτισμα. 0 μονα­χός με την εικόνα και τον αγιασμό στο χέρι έδινε την ευλογία του στα σπίτια των χωρικών και οι χωρικοί έδιναν σιτάρι και γέμιζαν τα εκατέρωθεν του ζώου, που έσερνε ο Καταρτζής, τεράστια κρεμασμένα τσουβάλια. Όταν οι Καταρτζήδες της Μονής περνούσαν με τα ζώα τους από τα χωριά, οι χωρικοί στο άκουσμα των μεγάλων κουδουνιών των ζώων, έβγαιναν στην πλατεία τους προϋπαντούσαν, κρεμούσαν στα χαλινά των ζώων μαντήλια και προσόψια και μ’ ενθουσιασμό και χαρά φώναζαν, «περνούν τα μουλάρια της Παναγίας μας».

    Οι καιροί όμως άλλαξαν. Σήμερα οι πάμπτωχοι εκείνοι Καταρτζήδες, συνή­θως παιδιά πολυτέκνων, που εμμέσως συνδύαζαν την πίστη με τη διατροφή τους στη Μονή, δεν υπάρχουν. Τα μουλάρια τους αντικαταστάθηκαν από οχή­ματα και τα χέρια τους από λίγους βοηθούντες εποχιακά τη Μονή πιστούς, που όμως εξυπηρετούν ικανοποιητικά το έργο των μοναχών.

Κάποτε στη βαριά ξύλινη εξωτερική πύλη, επί 24ώρου βάσεως υπήρχε ένας σκληροτράχηλος μοναχός φρουρός, μ’ ένα ρόπαλο (κουρμπάτσι) στο χέρι και ήλεγχε απ’ το παραθυράκι της πόρτας τους εισερχόμενους. Σήμερα υπάρχει πρόγραμμα ωραρίου επισκέψεων και ανάλογα η πύλη είναι ανοιχτή ή κλειστή. Σήμερα όλα άλλαξαν. Ο τρόπος εσωτερικής λειτουργίας είναι διαφορετικός- η Μονή λάμπει από καθαριότητα και φροντίδα.

    Οι μοναχές επιτελούν θεάρεστο έργο και η Μονή έχει τη δύναμη να φιλο­ξενεί και να δέχεται αρκετούς προσκυνητές. Μπορεί όλα να άλλαξαν..., όμως η Παναγία Εικοσιφοίνισσα, η Παγγαιορείτισσα, παραμένει πάντα εκεί και είναι πάντα η Ίδια.

Είναι φιλεύσπλαχνη, γεμάτη αγάπη, θαυματουργή, έτοιμη ν’ απλώσει το χέ­ρι Της και να νιώσει ο επισκέπτης προσκυνητής τη ζεστασιά Της.

 

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ,

κατοίκων περιοχής Παγγαίου Όρους σχετικά με τη διάσωση της Εικό­νας της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας και την πυρπόληση της Μονής το 1944.

     Γραμμένος Κων/νος του Σγουράδη, γεννήθηκε το 1912 στη Νικήσιανη - Κα­βάλας και κατοικεί ομοίως, συνταξιούχος ΙΚΑ.

Μαρτυρία της 1-11-1991, ώρα 19.00'.

ΘΕΜΑ: Διάσωση της Εικόνας της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας.

  Μαζί με τους Καλπάκη Φώτιο, Καλιμάνταλη Βασίλειο, Δουλγκερέλη Παναγιώ­τη, Τσουμπολτή Κων/νο, Αλαμπατζιά Αθανάσιο, Βενέτη Απόστολο κ.α., μεταφέ­ραμε την εικόνα της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας από τη Μονή, στη Νικήσιανη Κα­βάλας. Εγώ ο ίδιος έβγαλα την εικόνα από τη θέση της. Ήταν βαριά και είχε επά­νω της τα χρυσαφικά (τάματα) και το προστατευτικό τζάμι. Εκεί στη Μονή συνα­ντήσαμε τους μοναχούς, αλλά δε γνωρίζω αν ακόμη έμεναν μόνιμα στη Μονή ή αν την ήμερα εκείνη έφυγαν νωρίτερα από εμάς, από τη Νικήσιανη όπου είχαν εγκατασταθεί προσωρινά. Πάντως μαζί με την εικόνα, μας ακολούθησαν στη Νι­κήσιανη.

   Στη Νικήσιανη μας περίμεναν οι χωριανοί και μας προϋπάντησαν. Την εικόνα την τοποθετήσαμε στην εκκλησία των Εισοδίων σε κατάλληλο χώρο για προ­σκύνημα, χωρίς να την κρύψουμε. Η εικόνα ήταν βαριά και τη σηκώναμε 2-3 ά­τομα εναλλάξ καθ’ οδόν.

   Δεν θυμάμαι ακριβώς χρονολογία μεταφοράς της εικόνας, ούτε αν μεταφέ­ραμε την εικόνα κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής ή του εμφυλίου πολέμου. Δε θυμάμαι, πιθανόν η εικόνα να μεταφέρθηκε δυο φορές, δηλαδή το 1942 με την κατοχή και το 1947 με το αντάρτικο.

   Εκτός από την εικόνα της Παναγίας, μεταφέραμε στη Νικήσιανη και την ει­κόνα του Χριστού. Η μνήμη μου δε με βοηθά για ακριβείς λεπτομέρειες. Η με­ταφορά έγινε εξ αιτίας του φόβου κλοπής ή καταστροφής των εικόνων.

  Δαμκαλής Μιχαήλ του Σωκράτη, γεννήθηκε το 1931 στη Βιτάστα (Κρηνίδα) - Σερρών και τώρα ζει μετανάστης στη Γερμανία.

Μαρτυρία της 15-8-1992, ώρα 11.00'.

ΘΕΜΑ: Πυρπόληση Μονής Παναγίας Εικοσιφοίνισσας.

   Ήταν ημέρα Δευτέρα, 12-6-1944, ώρα 09.00'. Βρισκόμουν στη θέση «Σούξου» του κτηματολογίου της Βιτάστας - Σερρών με τους Νάιδα Ιωάννη, Νάιδα Νικόλαο και Ακριβιάδη Πρόδρομο και βοσκούσαμε τα κατσίκια μας. Την ώρα ε­κείνη φάνηκε μαύρος καπνός από την πλευρά της Μονής Εικοσιφοίνισσας ο οποίος έφτασε μέχρι το Ροδολίβος - Σερρών. Μάλιστα λόγω της άπνοιας έμοι­αζε με μαύρη ομίχλη και παρέμεινε κατά μήκος του Παγγαίου και στο μέσον περίπου του ύψους του για λίγο χρονικό διάστημα και μετά διαλύθηκε. Θυμά­μαι ακριβώς την ημερομηνία αυτή επειδή  το  Σάββατο της  10-6-1944  έγινε   η ο­μαδική εκτέλεση των 7 παλικαριών της Βιτάστας και η κατάσταση ήταν ακόμα τεταμένη. Αντιληφθήκαμε αμέσως ότι επρόκειτο για κάποια καταστροφή της Μονής, λόγω της έξαρσης της βουλγαρικής παρανοϊκότητας, αλλά ο νους μας δεν μπορούσε να φτάσει σ’ εκείνο το μέγεθος της καταστροφής, δηλαδή στην πυρπόληση της Μονής.

    Το 1960 ένας αντάρτης, ο οποίος δρούσε την ημέρα της πυρπόλησης στην περιοχή του Παγγαίου, μου διηγήθηκε στην αυλή της Μονής και συγκεκριμέ­να στις 17-4-1960, Κυριακή του Πάσχα, ότι η πυρπόληση της Μονής έγινε με μαύρη εύφλεκτη σκόνη (πυρίτιδα) που έριξαν οι Βούλγαροι με αεροπλάνο. Μάλιστα μου διευκρίνισε ότι το αεροπλάνο έμοιαζε να έκανε προσπάθειες ε­ξαίρεσης του ναού.

   Μέχρι το 1966 η Μονή είχε 2 κτίρια κατασκευασμένα, το ένα το καινούργιο είχε ανεγερθεί το 1956. Η χρονολογία που υπάρχει στη μαρμάρινη επιγραφή της εισόδου του αρχονταρικιού της Μονής, ως έτος πυρπόλησης το 1943, εί­ναι λανθασμένη.

   Δασκαλούδης Μόσχος του Γούσια, γεννήθηκε το 1907 στη Νικήσιανη - Κα­βάλας και κατοικεί ομοίως, συνταξιούχος ΟΓΑ.

Μαρτυρία της 1-11-1991, ώρα 16.30'.

ΘΕΜΑ: Διάσωση της Εικόνας.

   Μετά την ομαδική εκτέλεση των 103 κατοίκων της Κορμίστας - Σερρών στις 1-10-1941 και την εμφάνιση των ανταρτών στην περιοχή της Μονής Εικοσιφοίνισσας, οι μοναχοί φοβήθηκαν, εγκατέλειψαν τη Μονή και κατέβηκαν στη Νικήσιανη - Καβάλας. Η Μονή ερήμωσε και μόνο η θαυματουργή εικόνα της Πα­ναγίας έμεινε για να φωτίζει τις καρδιές των ανθρώπων.

   Οι αντάρτες του Παγγαίου συνεχώς κυκλοφορούσαν στις δασώδεις πλαγιές της περιοχής της Μονής και τις κρύες βραδιές διανυκτέρευαν στα κελλιά των μοναχών, δίνοντας έτσι την εντύπωση στις βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις του 1941-1944 ότι η Μονή αποτελούσε το βασικό ορμητήριό τους. Ανησυχία γέμισε τους κατοίκους της Νικήσιανης - Καβάλας, για την τύχη της Μονής και κυρίως για την εικόνα της Παναγίας και αποφάσισαν τη μεταφορά Της.

   Δύο άφοβοι άνδρες, οι Δουλγκερέλης Παναγιώτης, καντηλανάφτης της εκ­κλησίας και Δούρτμες Ευάγγελος, κατάφεραν κι έφεραν την Παναγία, την έ­κρυψαν αρχικά στον Προφήτη Ηλία και μετά στο ταβάνι, πάνω από το γυναικωνίτη της εκκλησίας των Εισοδίων της Θεοτόκου της Νικήσιανης. Εκεί καθη­μερινά ο Δουλγκερέλης μαζί με τον ιερέα Αριστοτέλη φρόντιζαν την Παναγία και νύχτα - μέρα είχαν στο γυναικωνίτη ένα καντήλι αναμμένο, προσέχοντας πάντα να μην κινήσουν τις υποψίες των Βουλγάρων. Αμέσως με τη μεταφορά της Παναγίας, αποφασίσαμε εγώ, ο αδελφός μου Ηλίας, οι Μαρούδης Στέργιος, Παπαθανασίου Πασχάλης και Κώτσης Ευθύμιος τη μεταφορά και των λοιπών εικόνων της Μονής, φοβούμενοι τους Βουλγάρους, αλλά και την πα­ντελή αδιαφορία αυτών των ανταρτών μας.

   Πήγαμε με τα ζώα μας και φορτώσαμε στα «τσιβιά» (δίχτυα ειδικά για φόρτωση άχυρου), μέσα στο άχυρο, όλες τις εικόνες της Μονής. Ανεβήκαμε και στο ταβάνι του ιερού κι απ’ το σκευοφυλάκιο πήραμε τα κειμήλια και τα μετα­φέραμε όλα στη Νικήσιανη και τα κρύψαμε στα σπίτια μας. Θυμάμαι χαρακτη­ριστικά μια εικόνα στο σπίτι μου, που είχε αφιερωθεί στη Μονή από κάποιον κάτοικο του Ροδολίβους - Σερρών.

   Μετά την πυρπόληση της Μονής, οι Νικησιανιώτες με δαπάνες τους και με προσωπική εργασία, ανακατασκεύασαν τη Μονή.

   Μετά την ανακατασκευή της Μονής, επαναφέραμε την Παναγία και τις άλ­λες εικόνες στη Μονή.

   Η οροφή του γυναικωνίτη της εκκλησίας των Εισοδίων της Θεοτόκου είχε τέτοια διαμόρφωση, ώστε πραγματικά αποτέλεσε κατάλληλο κρυψώνα για την Παναγία μας. Μάλιστα όταν τελευταία εξετέλεσαν οικοδομικές εργασίες στην οροφή της εκκλησίας, βρήκαν στο γυναικωνίτη έναν ανθρώπινο σκελετό σε μπρούμυτη στάση, που ανήκε πιθανόν σε κάποιο φυγάδα της βουλγαρικής κα­τοχής 1916-1918, που επέλεξε την ευρύχωρη εκείνη οροφή ως τον κατάλληλο κρυψώνα του, αλλά κάποιος τραυματισμός του ή κάποια παθολογική αιτία, ό­ρισαν τον κρυψώνα του ως τον τελευταίο τόπο κατοικίας του.

    Το 1912 η Μονή της Εικοσιφοίνισσας είχε 2000 γίδια, 20 μουλάρια και πολ­λά αγελάδια, που όλα τους είχαν το μαρκάρισμα (σφραγίδα, σήμα) «Θ» (ιδιο­κτησία Θεοτόκου). Οι 50 μοναχοί δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις ερ­γασίες των αμπελιών και των λειβαδιών τους, που υπήρχαν στις πλαγιές του όρους Παγγαίου και οι Νικησιανιώτες πρόσφεραν άμισθα τις υπηρεσίες τους. Τότε η περιοχή ήταν ακόμα τουρκοκρατούμενη και 4-5 στρατιώτες Τούρκοι φρουρούσαν συνεχώς τη Μονή, παρακολουθούσαν και έλεγχαν τις κινήσεις των μοναχών. Ακόμη κατά την Τουρκοκρατία τα 8-10 αμπάρια (αποθήκες ξύλι­νες σε σχήμα κιβωτίου) της Μονής ήταν γεμάτα σιτάρι, δωρεές των κατοίκων της περιοχής και η φιλοξενία πιστών, αλλά και η βοήθεια των αδυνάτων ήταν το καθημερινό μέλημα των μοναχών.

    Ευγενίδης Κων/νος του Στεφάνου, γεννήθηκε το 1929 στη Νικήσιανη - Κα­βάλας και κατοικεί ομοίως, καταστηματάρχης.

Μαρτυρία της 1-11-1991, ώρα 17.15'.

ΘΕΜΑ: Πυρπόληση της Μονής Παναγίας Εικοσιφοίνισσας.

   Ήταν 12-6-1944, πρωινές ώρες. Ένα αεροπλάνο έκανε στροφές πάνω από τη Μονή της Παναγίας μας κι έριξε σκόνη εμπρηστική. Ήταν ένα είδος μπαρούτης, μαύρης κονιορτοποιημένης σκόνης, που κάλυψε σχεδόν τα πάντα. Σε λίγο ένα αναμμένο σπίρτο από τα δολοφονικά χέρια των Βουλγάρων στρατιω­τών που είχαν περικυκλωμένη τη Μονή, μετέδωσε αστραπιαία τη φωτιά και η Μονή έγινε παρανάλωμα του πυρός. Τα κελλιά των μοναχών και τα βοηθητικά κτίρια κάηκαν, οι καμπάνες έλειωσαν απ’ τη θερμοκρασία και μόνο οι τοίχοι των καμπαναριών έμειναν καπνισμένοι κι άχαροι. Η εκκλησία της Παναγίας τυ­λιγμένη στις φλόγες, άντεξε, οι αγιογραφίες όμως καπνίστηκαν, αλλοιώθη­καν. Ευτυχώς οι κάτοικοι της Νικήσιανης - Καβάλας, συγχωριανοί μου, πρόβλεψαν την καταστροφή και μετέφεραν προηγούμενα την εικόνα της Πανα­γίας και τη γλύτωσαν απ’ το βουλγαρικό ξέσπασμα. Μπορεί οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, με αρχηγό τον Κωνσταντάρα, να κατάντησαν τη Μονή κρησφύγετό τους και να έδωσαν αφορμή στους Βουλγάρους να προβούν στην καταστρο­φή της Μονής, αλλά η βουλγαρική μανία ήταν απερίγραπτη. Θα μπορούσαν να εύρισκαν άλλο τρόπο εκδίκησης των ανταρτών, αν ήθελαν θ’ άφηναν το χώ­ρο αυτό της χριστιανοσύνης, της αγάπης, έξω απ’ τα αιμοσταγή σχέδιά τους, όμως ο αφανισμός της ιστορίας μας και η ροπή τους για πλιάτσικο τους ώθη­σε στην απάνθρωπη πράξη τους.

    Πουλιούδης Παναγιώτης του Κων/νου, γεννήθηκε το 1928 στη Νικήσιανη Καβάλας και κατοικεί ομοίως, καταστηματάρχης.

Μαρτυρία της 1-11-1991, ώρα 16.15'

ΘΕΜΑ: Διάσωση της εικόνας της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας

   Ο πατέρας μου (Πουλιούδης Κων/νος), ο Παρασιάκος Ευάγγελος, ο Κυριαζούδης Χρήστος κ.α. ενδιαφέρθηκαν για τη μεταφορά της εικόνας της Πανα­γίας Εικοσιφοίνισσας στο χωριό μας, τη Νικήσιανη - Καβάλας, λόγω κινδύνου καταστροφής ή κλοπής της από τις βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις του 1941-1944. Κρυφά απ’ τους Βουλγάρους έστειλαν δύο άτομα στη Μονή, έφε­ραν την εικόνα και την έκρυψαν αρχικά στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία που βρίσκεται στα νεκροταφεία και συγκεκριμένα στην ξύλινη οροφή (ταβάνι) του και μετά 2-3 ημέρες τη μετέφεραν στην εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτό­κου, όπου κι εκεί την έκρυψαν στην ξύλινη οροφή, πάνω ακριβώς από το γυναικωνίτη.

   Μετά την πυρπόληση της Μονής απ’ τους Βουλγάρους το 1944, την αναχώ­ρηση των Βουλγάρων στις 12-9-1944 και την ανακατασκευή της Μονής, οι Νικησιανιώτες επανέφεραν την εικόνα στη Μονή.

   Όλοι οι χωρικοί απ’ το καλντερίμι (πέτρινος δρόμος πλάτους 3-4 μέτρων, βατός μόνο από ανθρώπους και ζώα που διασχίζει το όρος, ενώνει τη Νικήσιανη με τη Μονή κι απέχει 1 ώρα. Σήμερα έγινε χωμάτινος αυτοκινητόδρομος και απέχει 20 λεπτά), πομπή ολόκληρη, μετέφεραν με ενθουσιασμό εναλλάξ στις πλάτες τους τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Η εικόνα ήταν βαριά, αλλά ο ενθουσιασμός μεγάλος.

   Σαμαράς Ευάγγελος του Θεοδώρου, γεννήθηκε το 1922 στη Νικήσιανη - Καβάλας και κατοικεί ομοίως, συνταξιούχος ΟΓΑ.

Μαρτυρία της 1-11-1991, ώρα 18.00'

ΘΕΜΑ: Διάσωση της Εικόνας - Πυρπόληση της Μονής - Ανακατασκευή της Μονής.

   Το Σεπτέμβριο του 1941 άρχισαν σποραδικά οι επισκέψεις ανταρτών στην περιοχή της Μονής Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου Όρους. Οι αντάρτες ζήτη­σαν πρώτα την παροχή διευκολύνσεων (τροφή, διαμονή) απ’ τη Μονή και στη συνέχεια την κατάντησαν ξενοδοχείο τους. Οι μοναχοί φοβήθηκαν για αντί­ποινα, λόγω της μεγάλης εκδικητικότητας των Βουλγάρων και με το βοηθητι­κό προσωπικό τους αναχώρησαν για τη Νικήσιανη - Καβάλας, χωρίς να πάρουν μαζί τους την εικόνα της Παναγίας ή κανένα άλλο κειμήλιο. Ο ηγούμενος Γρηγόριος εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Μπίρου Σταμάτη, ο γραμματέας αρχιμαν­δρίτης Χρυσόστομος στο σπίτι του Σωτηριάδη Παναγιώτη και οι μοναχοί Νεό­φυτος, καταγόμενος απ’ το Ροδολίβος, Γερόντιος, Κομπόκης Ευθύμιος (πορ­τιέρης), Αδέρκιος (ιερέας), Βενιαμίν, Αναγνώστης (βοσκός), καταγόμενος απ’ το Ροδολίβος, Γρηγόριος (βοσκός), καταγόμενος απ’ την Κορμίστα, εγκατα­στάθηκαν σε διάφορα σπίτια κι όλοι έτυχαν της θαλπωρής των Νικησιανιωτών.

   Οι Χρυσόστομος, Κομπόκης Ευθύμιος και Γερόντιος, απεβίωσαν στη Νική­σιανη κατά τη διάρκεια της κατοχής (1941-1944). Μάλιστα οι Χρυσόστομος και Γρηγόριος, τον Ιούνιο του 1943 και για 6 μήνες, εξορίστηκαν στη Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι σταδιακά, επιτάσσοντας ικανούς αριθμούς, αποδεκάτισαν και τελικά εξαφάνισαν τα γίδια της Μονής.

   Η Μονή της Εικοσιφοίνισσας, έρημη πλέον, με την εικόνα της Παναγίας και τα άλλα κειμήλια εντελώς απροστάτευτα και με τους αδιάφορους αντάρτες να πηγαινοέρχονται στα πλακόστρωτα και στα κελλιά των μοναχών τις νυχτε­ρινές ώρες, κατάντησε ξέφραγο αμπέλι.

   Οι Βούλγαροι στρατιώτες της Κορμίστας ή της Νικήσιανης, πολλές φορές περιπολώντας, έκαναν εφόδους στη Μονή και σημείωναν στην εξώπορτα τις η­μέρες και ώρες εφόδου που έκαναν για την ανακάλυψη των ανταρτών. Εμείς φοβούμενοι την οργή των Βουλγάρων, αλλά αποφεύγοντας και τους αντάρτες, συχνά πηγαίναμε με τους μοναχούς Χρυσόστομο και Γρηγόριο, για μυστική λει­τουργία. Ήμουν ψάλτης και τους ακολουθούσα, πλησιάζαμε στο έρημο Μονα­στήρι, ανεβαίναμε στα τείχη από μια κολώνα και μπαίναμε στο εσωτερικό. Αργό­τερα ανακαλύψαμε μια μικρή τρύπα στα τείχη και μπαίναμε από εκεί. Η Παναγία ήταν μόνη της, τη βλέπαμε στη θέση της, παίρναμε θάρρος τελειώναμε γρήγο­ρα τη λειτουργία κι αναχωρούσαμε.

Όμως σε λίγο η κατάσταση έγινε αφόρητη και η ατμόσφαιρα γέμισε ανησυ­χία. Οι Βούλγαροι δεν μπορούσαν να ανεχτούν μέσα στα πόδια τους ένα κρη­σφύγετο αντάρτικο, καλυμμένο απ’ τα τείχη της Μονής, γρήγορα θ’ αντιδρούσαν, δεν άντεχαν τις συχνές εφόδους τους στη Μονή, έχαναν πολύτιμο χρόνο, αλλά και φοβόντουσαν.

   Αυτά τα αντιλήφθηκαν οι Νικησιανιώτες και ανήσυχοι αποφάσισαν τη μετα­φορά της εικόνας της Παναγίας στη Νικήσιανη.

   Πράγματι, άνοιξη του 1942, οι κάτοικοι με τα ζώα τους έφεραν στη Νικήσιανη την εικόνα και τα Άγια Λείψανα.

  Αργότερα στις 12-6-1944 και όχι το 1943, όπως λανθασμένα αναγράφεται στη μαρμάρινη πλάκα της εισόδου του αρχονταρικιού της Μονής, οι Βούλγαροι πυρπόλησαν τη Μονή, αφού προηγουμένως τη λήστεψαν. Πολλά χειρόγραφα κάηκαν και πολλά κλάπηκαν. Ο γυναικωνίτης ήταν γεμάτος μισοκαμένα χειρό­γραφα.

   Στις 12-9-1944 οι Βούλγαροι έφυγαν και οι Νικησιανιώτες άρχισαν την ανακατασκευή της Μονής με έξοδά τους και με προσωπική εργασία τους. Μάλιστα κά­ποια ημέρα που έπιασε φωτιά το Παγγαίο κι όλοι έτρεξαν να το σβήσουν, μετά ο καθένας μετέφερε στην πλάτη του κι ένα ξύλο για την ανοικοδόμηση της Μο­νής.

   Αρχικά κτίστηκε το κτίριο πίσω απ’ την εκκλησία, βόρεια και μετά τα άλλα, ενώ οι εργασίες περατώθηκαν με το τέλος του χειμώνα, χωρίς βέβαια το αποτέ­λεσμα να φτάνει τη λαμπρότητα του παρελθόντος.

   Άνοιξη του 1945 επανέφεραν οι Νικησιανιώτες την εικόνα στη Μονή, Το 1945 υπήρχαν στη Μονή μόνο 2 μοναχοί, οι Γρηγόριος και Βενιαμίν και μερικοί κοσμι­κοί (ιδιώτες, ταμένοι να υπηρετήσουν την Παναγία). Δε θυμάμαι ακριβώς, νομί­ζω όμως και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, το 1947 έως το 1949, οι Νικησιανιώτες φοβούμενοι τους αντάρτες, ξανάφεραν την εικόνα στη Νικήσιανη.

  Το 1949 ήρθαν στη Μονή 3 μοναχοί του Αγίου Όρους. Παρέμειναν για ένα μι­κρό χρονικό διάστημα, ζήτησαν την ανεξαρτοποίηση της Μονής και τη μη υπα­γωγή της στη Μητρόπολη Δράμας. Ζήτησαν να διευθύνονται απ’ ευθείας απ’ το Πατριαρχείο, όπως οι Μονές του Αγίου Όρους, αλλά δεν εισακούστηκαν και α­ναχώρησαν πάλι για το Άγιο Όρος. Στη συνέχεια ήρθε ο κοσμικός (ιερέας, ιερο­μόναχος) Καλλίνικος και τέλος η Μονή έγινε γυναικεία. Μαζί με τις καλογριές παρέμεινε ο γέροντας μοναχός Βενιαμίν Γκαμπράνης, ο οποίος απεβίωσε στις 27-2-1991, σε ηλικία 86 ετών.

   Η Μονή από το 1945 και μετά συνεχώς ανακαινίζεται, τελευταία δε με προσω­πικές ενέργειες του Μητροπολίτη Δράμας Διονυσίου και της ηγουμένης Αλε­ξίας έφτασε σε ύψιστο βαθμό λαμπρότητας.

   Σγουράδης Γεώργιος του Αποστόλου, γεννήθηκε το 1931 στη Νικήσιανη-Καβάλας και κατοικεί ομοίως, συνταξιούχος ΤΕΒΕ.

Μαρτυρία της 1-11-1991, ώρα 20.00".

ΘΕΜΑ: Το θαύμα της Παναγίας.

   Ήταν Άνοιξη του 1942, μόλις η εικόνα της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας είχε με­ταφερθεί στην εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου της Νικήσιανης - Καβάλας και οι συγχωριανοί μας πηγαινοέχονταν στην εκκλησία και την προσκυνούσαν.

Η γυναίκα του Βούλγαρου Αστυνόμου Μίτκου Δημητρώφ (Δημήτρη), Νάτκα, που κι αυτή πήγε στην εκκλησία, θαμπώθηκε απο τα φλουριά (τάματα) που υ­πήρχαν κρεμασμένα στην εικόνα και κυρίως από ένα πεντόλιρο που υπήρχε στη μέση των χρυσαφικών.

   Αμέσως η Νάτκα ενημέρωσε το σύζυγό της και του είπε, «αυτό το πεντόλιρο το θέλω».

Ο Αστυνόμος διέταξε την τότε εκκλησιαστική επιτροπή και συγκεκριμένα τους Τσακίρη Απόστολο, Παπαλούδη Δημήτρη κ.α., να ξεκρεμάσουν το πεντόλι­ρο και να το δώσουν στη γυναίκα του, για να στολίση το λαιμό της. Φοβήθηκε η επιτροπή και εξετέλεσε τη διαταγή. Την ίδια βραδιά η Βουλγάρα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Μόλις έκλεινε τα μάτια της μια μαυροφόρα γυναίκα την τραβούσε απ’ το λαιμό να την πνίξει. Άνοιγε τα μάτια της να διώξει το φόβο της, τα ξανάκλεινε και το ίδιο πάλι όνειρο. Αμέτρητες φορές άνοιξε κι έκλεισε τα μάτια της κι αμέτρητες φορές επαναλήφθηκε το ίδιο όνειρο.

Τρόμαξε, φόβος μεγάλος την κυρίεψε και πριν ακόμα ξημερώσει, έτρεξε στην αδελφή μου Χρυσούλα - είμασταν γείτονες, ο Αστυνόμος κατοικούσε στο σπίτι του Σπανομαριάδη Θωμά - και της είπε, «γρήγορα να πάμε στην εκκλησία, να προσευχηθώ, να με συγχωρέσει η Παναγία». Χαράματα προσκύνησε η Νάτκα την εικόνα της Παναγίας και της αφιέρωσε μια καντήλα και αρκετό λάδι. Τις ε­πόμενες ημέρες η επιτροπή έκρυψε την εικόνα στην οροφή του γυναικωνίτη. Φοβήθηκε όχι μόνο για την αφαίρεση των χρυσών ταμάτων, αλλά και για την τύ­χη της ίδιας της εικόνας.

    Διονύσιος, Μητροπολίτης Δράμας, γεννήθηκε το 1923 στην Αρναία- Χαλκιδι­κής και κατοικεί στη Δράμα.

Μαρτυρία της 4-5-1992, ώρα 09.30".

ΘΕΜΑ: Χρονολογία Πυρπόλησης της Μονής Παναγίας Εικοσιφοίνισσας.

    Στη Μητρόπολη Δράμας τοποθετήθηκα το 1965. Τότε βρήκα τη Μονή καμέ­νη κι αποφάσισα την ανοικοδόμησή της. Το 1967 άρχισα τις εργασίες, τις οποίες εξακολουθώ και θα εξακολουθώ μέχρι που η Μονή να ξεπεράσει τη λαμπρότητα του παρελθόντος.

   To 1965 στη Μονή υπήρχαν ο προηγούμενος Γρηγόριος Κατσι6άκης (1880- 1966), ηλικίας τότε 85 ετών και ο μοναχός Βενιαμίν Γκαμπράνης (1905-1991), η­λικίας τότε 60 ετών. Ο υπερήλικας Γρηγόριος, το 1965, δηλ. ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, με ενημέρωσε ότι η πυρπόληση της Μονής έγινε το 1943. Δε γνωρίζω αν η χρονολογία αυτή είναι λανθασμένη, πάντως εγώ τη θεώρησα αξιό­πιστη κι έγραψα στη μαρμάρινη πλάκα της εισόδου του αρχονταρικιού ως χρο­νολογία πυρπόλησης το 1943. Δεν έκανα τη σκέψη ότι πιθανόν, λόγω ηλικίας, η μνήμη να μη βοηθούσε το Γρηγόριο ή ότι λόγω της εξορίας του στη Βουλγαρία ή της απουσίας τους από τη Μονή το χρονικό εκείνο διάστημα, ο Γρηγόριος να έκανε σύγχυση των χρονολογιών, γι’ αυτό και τον θεώρησα ως πλέον αρμόδιο και την πληροφορία του ως αξιόπιστη. Βέβαια δεν έκανα διασταύρωση πληρο­φοριών, άλλωστε, τώρα πληροφορούμαι ότι οι κάτοικοι της περιοχής του Παγγαίου όρους επιμένουν ότι η Μονή πυρπολήθηκε το 1944 και συγκεκριμένα στις 12-6-1944 και όχι το 1943.

  

              Βουλγαρική Κατοχή Ανατολικής Μακεδονίας 1941-1944

   Οι Βούλγαροι εισήλθαν στην Αν Μακεδονία στις 18-4-1941 και στη συνέ­χεια επεκτάθηκαν μέχρι και την Αλεξ/πολη-Έ6ρου. Αργότερα για υποβοήθηση του έργου των Γερμανών και χωρίς ιδιαίτερη ισχύ, εγκατέστησαν σε μερικές πόλεις και χωριά της Κεντρικής Μακεδονίας σταθμούς φρούρησης και ομάδες περιπόλων. Όμως, ενώ εισήλθαν στην πατρίδα μας, ως εντολοδόχοι των Γερμανών για να διαφυλάξουν τα καταληφθέντα απ’ αυτούς (Γερμανούς) εδάφη μας, αυτοί προκειμένου να εκβουλγαρίσουν την Ανατολική Μακεδονία, υπό την ανοχή των Γερμανών και Ιταλών, σκόρπισαν τη φρίκη και τον όλε­θρο στους κατοίκους της. Περίπου 50.000 Ανατολικομακεδόνες πότισαν τη γη τους με αίμα και εκατοντάδες διώχτηκαν από τις εστίες τους.

   Οι Βούλγαροι έφυγαν από τα εδάφη της Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης στις 24-10-1944.

 

2) Βιτάστα (Κρηνίδα) - Σερρών
 

      Αναφέρεται στη Λαογραφία της περιοχής.

 
3) Διάλεξη στη Νικήσιανη Καβάλας  (31 Μαρτίου 2018)
 
ΘΕΜΑ: "Καταστροφή Ιεράς Μονής Παναγίας Εικοσιφοίνισσας Παγγαίου Όρους την 12 Ιουνίου 1944 - Διάσωση της εικόνας της Παναγίας από τους κατοίκους της Νικήσιανης"

 

     Τον προηγούμενο αιώνα οι Βούλγαροι τρεις φορές καταπάτησαν την πατρίδα μας. Το 1912-13, το 1916-18 και το 1941-44. Την τελευταία φορά εισήλθαν στην πατρίδα μας στις 18 Απριλίου 1941 από τον Προμαχώνα – Σερρών και την Εξοχή – Δράμας και εξαπλώθηκαν ανατολικά του Στρυμόνα ποταμού μέχρι και το Νομό Έβρου με εξαίρεση το βόρειο τμήμα του Νομού που παρέμεινε υπό Γερμανική Διοίκηση μετά από Τουρκικές πιέσεις.

     Ήρθαν με ύφος κατακτητικό και με το όνειρο εκβουλγαρισμού της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

    Οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας που γνώριζαν τις οδυνηρές συνέπειες των δύο προηγούμενων βουλγαρικών κατοχών, αμέσως με την εμφάνιση των Βουλγάρων άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια απαλλαγής από το βουλγαρικό ζυγό.

   Όταν στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 ιδρύθηκε το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) με τη συνεργασία του κομμουνιστικού κόμματος Ελλάδος, του Σοσιαλιστικού, του Αγροτικού και της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας, οι αριστεροί  κάτοικοι, κυρίως της Δράμας, Δοξάτου, Χωριστής, Προσοτσάνης, Κορμίστας, Βιτάστας κ.λ.π. ξεσηκώθηκαν.

    Νόμισαν ότι επρόκειτο για πανευρωπαϊκό κίνημα, ότι ωρίμασε η επανάσταση, ότι ήταν γενική λαϊκή εξέγερση και επαναστάτησαν. Δημιουργήθηκαν μικρές επαναστατικές ομάδες, οι οποίες όμως ήταν ανοργάνωτες, με ανύπαρκτο οπλισμό, χωρίς επικοινωνίες και χωρίς υποταγή σε κάποια οργανωμένη ανωτέρα Διοίκηση.

    Μπορεί να επιτέθηκαν στα Βουλγαρικά Δημαρχεία, Αστυνομίες, και Αγροφυλακές και να φόνευσαν 35 Βουλγάρους και 12 συνεργάτες τους, αλλά τα αντίποινα ήταν ολέθρια.

    Μόνο το τριήμερο της 29, 30 Σεπτεμβρίου και 1 Οκτωβρίου 1941 εκτελέσθηκαν στη Δράμα 562, στο Δοξάτο 189, στην Προσωτσάνη 183, στην Χωριστή 134, στην Κορμίστα 103, στα Κύργια 164 κ.λ.π.

    Την επανάσταση εκείνη των αριστερών ανταρτών, άλλοι τη θεώρησαν κομμουνιστική, άλλοι ελληνική και ως μια αρχή ξεσηκωμού, οι περισσότεροι όμως τη θεώρησαν ψευτοεπανάσταση και μάλιστα βεβιασμένη, ανώριμη, πρόχειρη, χωρίς στρατιωτική αντίληψη και  υπεύθυνη για τα αντίποινα και τις ανυπολόγιστες υλικές ζημίες.

    Μετά τις εκτελέσεις, ανησυχία κατέλαβε τους κατοίκους της περιοχής και κυρίως τους αριστερούς, γι’ αυτό και το φθινόπωρο του 1941, πολλοί κατέφυγαν στα βουνά της Δράμας και αρκετοί προτίμησαν τις δασώσεις πλαγιές γύρω από τη Μονή της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε μετά τον Φεβρουάριο του 1942 που το ΕΑΜ ίδρυσε τις ένοπλες αντάρτικες ομάδες του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Απελευθερωτικός Στρατός) και κυρίως μετά την εγκατάσταση της Διοίκησης του 26ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ βορείως της Μονής Αγίας Ανάληψης του Παγγαίου όρους, πάνω από την Πρώτη Σερρών.

    Κι ενώ στις αρχές οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που κρύβονταν στις πλαγιές του Παγγαίου όρους γύρω από την Μονή ζητούσαν μόνο τρόφιμα από τους μοναχούς, στη συνέχεια την κατάντησαν ξενοδοχείο τους. Οι Βούλγαροι το αντιλήφθηκαν, γι’ αυτό τα βουλγαρικά αποσπάσματα εφόδου πύκνωσαν τους ελέγχους στη Μονή. Άλλωστε όπως μου είπε το 1991 ο Δασκαλούδης Μόσχος του Γούσια που γεννήθηκε το 1907 στη Νικήσιανη – Καβάλας, στο βοηθητικό προσωπικό της Μονής υπήρχε από το 1920 ένας βοσκός Βούλγαρος ονόματι Σαρλάνης Κων/νος, την καταγωγή του οποίου οι Μοναχοί δεν γνώριζαν, ο οποίος ενεργούσε ως πληροφοριοδότης των Βουλγάρων και με την εμφάνιση των Βουλγάρων στην περιοχή το 1941, φανέρωσε την καταγωγή του, προσχώρησε στους Βουλγάρους και εντάχθηκε στις τάξεις του βουλγαρικού αποσπάσματος χωροφυλακής που στεγαζόταν αρχικά στο άδειο σπίτι του Σεμερτζίδη Σπύρου στη Νικήσιανη, καθ’ όσον τα παιδιά του ήταν αντάρτες και έλειπαν και στη συνέχει μετακόμισε στο δημοτικό σχολείο. Μάλιστα στα κρατητήρια της βουλγαρικής αστυνομίας Νικήσιανης, ο κατάσκοπος αυτός σκότωσε τον έναν από τους 2 φυγάδες κρατούμενους που είχαν συλληφθεί και κατάγονταν από το Νεροφράχτη – Δράμας, ενώ τον άλλον τον σκότωσε ο σκληρός Βούλγαρος ενωμοτάρχης της Νικήσιανης Μίτκο Δημητρώφ, ο οποίος κατοικούσε στο σπίτι του Σπανομαριάδη Θωμά στη Νικήσιανη.

    Τον Σαρλάνη Κων/νο οι αντάρτες του Παγγαίου όρους τον σκότωσαν όταν επιτέθηκαν σε μια αποστολή των Βουλγάρων χωροφυλάκων που κατευθύνονταν από Νικήσιανη προς Κορμίστα – Σερρών που συμμετείχε και ο ίδιος. Συνεπώς οι Βούλγαροι είχαν λεπτομερείς πληροφορίες απ’ τον κατάσκοπο, γι’ αυτό και σχεδόν καθημερινά μετέβαιναν στη Μονή με άλογα, σημείωναν πάνω στην εξωτερική πύλη της Μονής την ημερομηνία και ώρα εφόδου, ερευνούσαν τους χώρους της Μονής, ανακάλυπταν ίχνη διαμονής των ανταρτών και απειλούσαν τους μοναχούς με εκτέλεση γιατί εξυπηρετούσαν και κάλυπταν τους αντάρτες. Οι Βούλγαροι συνεχώς απειλούσαν και τρομοκρατούσαν με τη βίαιη συμπεριφορά τους τους μοναχούς, μέχρι που τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τη Μονή.

    Το 1991 ο Σαμαράς Ευάγγελος του Θεοδώρου, που γεννήθηκε το 1922 στη Νικήσιανη, μου είπε ότι οι μοναχοί φοβήθηκαν για αντίποινα, λόγω της μεγάλης εκδικητικότητας των Βουλγάρων και με το βοηθητικό προσωπικό τους αναχώρησαν για τη Νικήσιανη – Καβάλας, χωρίς να πάρουν μαζί τους την εικόνα της Παναγίας ή κανένα άλλο κειμήλιο. Ο ηγούμενος αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Κατσιβάκης εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Μπίρου Σταμάτη, ο γραμματέας αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τοπάσης στο σπίτι του Σωτηριάδη Παναγιώτη και οι μοναχοί Νεόφυτος, καταγόμενος απ’ το Ροδολίβος, Γερόντιος, Κομπόκης Ευθύμιος (πορτιέρης), Αδέρκιος (ιερέας), Βενιαμίν, Αναγνώστης (βοσκός), καταγόμενος απ’ το Ροδολίβος, Γρηγόριος (βοσκός), καταγόμενος απ’ την Κορμίστα, εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σπίτια κι όλοι έτυχαν της θαλπωρής των Νικησιανιωτών.

    Οι Χρυσόστομος, Κομπόκης Ευθύμιος και Γερόντιος, απεβίωσαν στη Νικήσιανη κατά τη διάρκεια της κατοχής (1941-1944). Μάλιστα οι Χρυσόστομος και Γρηγόριος, τον Ιούνιο του 1943 και για 6 μήνες, εξορίστηκαν στη Βουλγαρία (Σεβόλτεβο) με το αιτιολογικό ότι επέτρεπαν στους αντάρτες να διαμένουν στη Μονή. Οι Βούλγαροι σταδιακά, επιτάσσοντας ικανούς αριθμούς, αποδεκάτισαν και τελικά εξαφάνισαν τα γίδια της Μονής.

    Η Μονή της Εικοσιφοίνισσας, έρημη πλέον, με την εικόνα της Παναγίας και τα άλλα κειμήλια εντελώς απροστάτευτα και με τους αδιάφορους αντάρτες να πηγαινοέρχονται στα πλακόστρωτα και στα κελιά των μοναχών τις νυχτερινές ώρες, κατάντησε ξέφραγο αμπέλι.

    Μάλιστα ο Σαμαράς, ο οποίος ήταν ψάλτης και συχνά ακολουθούσε τους μοναχούς Γρηγόριο και Χρυσόστομο για μυστική νυχτερινή θεία λειτουργία στην Παναγία Εικοσιφοίνισσα, μου είπε ότι φοβόντουσαν την οργή των Βουλγάρων, αλλά απέφευγαν και τους αδιάφορους αντάρτες, γι’ αυτό πλησίαζαν νύχτα στο Μοναστήρι, ανέβαιναν στα τείχη από μια κολώνα κι έμπαιναν στο εσωτερικό της Μονής. Αργότερα ανακάλυψαν μια μικρή τρύπα στα τείχη και έμπαιναν από εκεί. Η Παναγία ήταν μόνη της, την έβλεπαν στη θέση της, έπαιρναν θάρρος, τελείωναν γρήγορα τη λειτουργία και αναχωρούσαν.

    Οι αντάρτες όχι μόνο δεν εννοούσαν να αντιληφθούν ότι η διαμονή τους στη Μονή θα είχε ως επακόλουθο το ξέσπασμα των Βουλγάρων, αλλά σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία της Εθνικής Αντίστασης, μετέτρεψαν τη Μονή σε έμπεδον, δηλαδή σε Στρατιωτικό Κέντρο Εκπαιδεύσεως νεοσυλλέκτων ελασιτών, όπου εγυμνάζοντο οι αγύμναστοι ελασίτες, οι νέοι που δεν είχαν υπηρετήσει στο στρατό. Οι Βούλγαροι το πληροφορήθηκαν από τον μεγαλύτερο κατάσκοπο Βούλγαρο της εποχής εκείνης με το όνομα Γιάννης ο Δυτικομακεδόνας, που εργαζόταν στα λατομεία κάρβουνου της Κορμίστας, ο οποίος με το πρόσχημα ότι ήταν διωκόμενος των Βουλγάρων κατάφερε και εισήλθε στις τάξεις των ελασιτών εντός της Μονής Εικοσιφοίνισσας και στη Διοίκηση του 26ου Συντάγματος ελασιτών πάνω από τη Μονή Αγίας Ανάληψης του Παγγαίου και αφού κατώπτευσε τους χώρους παρασύροντας τους ελασίτες, μια νύχτα εξαφανίσθηκε.

    Όμως η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη και η ατμόσφαιρα γέμισε ανησυχία. Οι Βούλγαροι δεν μπορούσαν να ανεχτούν μέσα στα πόδια τους ένα κρησφύγετο αντάρτικο, καλυμμένο απ’ τα τείχη της Μονής, γρήγορα θ’ αντιδρούσαν, δεν άντεχαν τις συχνές εφόδους τους στη Μονή, έχαναν πολύτιμο χρόνο, αλλά και φοβόντουσαν.

Αυτά τα αντιλήφθηκαν οι Νικησιανιώτες και ανήσυχοι αποφάσισαν τη μεταφορά της εικόνας της Παναγίας στη Νικήσιανη.

    Το 1991, ο Γραμμένος Κων/νος του Σγουράδη, που γεννήθηκε το 1912 στη Νικήσιανη, ο Πουλιούδης Παναγιώτης του Κων/νου, που γεννήθηκε το 1928 στη Νικήσιανη και ο Δασκαλούδης Μόσχος, μου είπαν ότι μια ομάδα άφοβων παλικαριών της Νικήσιανης ενδιαφέρθηκε για τη διάσωση της εικόνας της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας. Συγκεκριμένα: οι Αλαμπατζιάς Αθανάσιος, Βενέτης Απόστολος, Γραμμένος Κων/νος, Δουλγκερέλης Παναγιώτης, Δούρτμες Ευάγγελος, Καλιμάνταλης Βασίλειος, Καλπάκης Φώτιος, Κυριαζούδης Χρήστος, Παρασχιάκος Ευάγγελος, Πουλιούδης Κων/νος, Τσουμπολτής Κων/νος κ.α., τα χαράματα κάποιας ημέρας της άνοιξης του 1942 μπήκαν στη Μονή από τη μικρή τρύπα που υπήρχε στα τείχη. Ήταν αποφασισμένοι να πάρουν την εικόνα. Δεν υπολόγιζαν ούτε Βουλγάρους ούτε τη ζωή τους. Οι αντάρτες που τους παρακολουθούσαν κρυμμένοι στους ξενώνες της Μονής δεν έδειχναν την παρουσία τους. Ο Γραμμένος Κων/νος, ήταν αυτός που έβγαλε την εικόνα από τη θέση της. Ήταν βαριά και είχε πάνω της τα χρυσαφικά (τάματα) και το προστατευτικό τζάμι. Καθ’ οδόν προς τη Νικήσιανη, οι άνδρες αυτοί εναλλάξ 2 ή 3 μαζί σήκωναν την εικόνα. Η ανατολή του ήλιου τους βρήκε στα πρώτα σπίτια της Νικήσιανης, όπου τους προϋπάντησαν κρυμμένοι αρκετοί κάτοικοι που γνώριζαν για την επιχείρηση διάσωσης της εικόνας.

    Σύμφωνα με τον Πουλιούδη αρχικά έκρυψαν την εικόνα στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία που βρίσκεται στα νεκροταφεία και συγκεκριμένα στην ξύλινη οροφή (ταβάνι) και μετά 2-3 ημέρες τη μετέφεραν στην εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου.

    Επίσης εκτός από την εικόνα της Παναγίας, μετέφεραν και την εικόνα του Χριστού.

Μάλιστα αμέσως σχεδόν με τη μεταφορά της Παναγίας, ο Δασκαλούδης Μόσχος, ο αδελφός του Ηλίας, οι Μαρούδης Στέργιος, Παπαθανασίου Πασχάλης και Κώτσης Ευθύμιος, φρόντισαν τη μεταφορά των κειμηλίων και των λοιπών εικόνων της Μονής, φοβούμενοι τους Βουλγάρους, αλλά και την παντελή αδιαφορία των ανταρτών μας.

Πήγαν με τα ζώα τους και φόρτωσαν στα «τσιβιά» (δίχτυα ειδικά για φόρτωση άχυρου), μέσα στο άχυρο, όλες τις εικόνες της Μονής. Ανέβηκαν και στο ταβάνι του ιερού και απ’ το σκευοφυλάκιο πήραν τα κειμήλια και τα μετέφεραν όλα στη Νικήσιανη και τα έκρυψαν στα σπίτια τους.

    Το 1991 ο Σγουράδης Γεώργιος του Αποστόλου, που γεννήθηκε το 1931 στη Νικήσιανη, μου είπε τα εξής: Μόλις η εικόνα της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας είχε μεταφερθεί στην εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου της Νικήσιανης -  Καβάλας και οι κάτοικοι πηγαινοέρχονταν στην εκκλησία και την προσκυνούσαν, η γυναίκα του Βούλγαρου Αστυνόμου Μίτκου Δημητρώφ (Δημήτρη), Νάτκα, που κι αυτή πήγε στην εκκλησία, θαμπώθηκε από τα φλουριά (τάματα) που υπήρχαν κρεμασμένα στην εικόνα και κυρίως από ένα πεντόλιρο που υπήρχε στη μέση των χρυσαφικών.

Αμέσως η Νάτκα ενημέρωσε το σύζυγό της και του είπε, «Αυτό το πεντόλιρο το θέλω».

    Ο Αστυνόμος διέταξε την τότε εκκλησιαστική επιτροπή και συγκεκριμένα τους Τσακίρη Απόστολο, Παπαλούδη Δημήτρη κ.α., να ξεκρεμάσουν το πεντόλιρο και να το δώσουν στη γυναίκα του, για να στολίσει το λαιμό της. Φοβήθηκε η επιτροπή και εξετέλεσε τη διαταγή. Την ίδια βραδιά η Βουλγάρα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Μόλις έκλεινε τα μάτια της μια μαυροφόρα γυναίκα, προφανώς αυτή που αφιέρωσε το πεντόλιρο στην Παναγία την τραβούσε απ’ το λαιμό να την πνίξει. Άνοιγε τα μάτια της να διώξει το φόβο της, τα ξαναέκλεινε και το ίδιο πάλι όνειρο. Αμέτρητες φορές άνοιξε κι έκλεισε τα μάτια της και αμέτρητες φορές επαναλήφθηκε το ίδιο όνειρο.

     Τρόμαξε, φόβος μεγάλος την κυρίεψε και πριν ακόμα ξημερώσει, έτρεξε στην αδελφή του την Χρυσούλα Σγουράδη, επειδή ήταν γείτονες, καθ’ όσον ο Αστυνόμος κατοικούσε στο σπίτι του Σπανομαριάδη Θωμά – και της είπε, «γρήγορα να πάμε στην εκκλησία, να προσευχηθώ, να με συγχωρέσει η Παναγία». Χαράματα προσκύνησε η Νάτκα την εικόνα της Παναγίας και της αφιέρωσε μια καντήλα και αρκετό λάδι. Τις επόμενες ημέρες η επιτροπή έκρυψε την εικόνα στην οροφή του γυναικωνίτη. Φοβήθηκε όχι μόνο για την αφαίρεση των χρυσών ταμάτων, αλλά και για την τύχη της ίδιας της εικόνας. Εκεί καθημερινά ο καντηλανάφτης Δουλκερέλης Παναγιώτης, που πρωτοστάτησε στη μεταφορά της εικόνας, μαζί με τον ιερέα Αριστοτέλη, φρόντιζαν την Παναγία και νύχτα - ημέρα είχαν στο γυναικωνίτη ένα καντήλι αναμμένο, προσέχοντας πάντα να μην κινήσουν τις υποψίες των Βουλγάρων.

     Η οροφή του γυναικωνίτη της εκκλησίας των Εισοδίων της Θεοτόκου είχε τέτοια διαμόρφωση, ώστε πραγματικά αποτέλεσε κατάλληλο κρυψώνα για την Παναγία μας. Μάλιστα όταν το 1980 εξετέλεσαν οικοδομικές εργασίες στην οροφή της εκκλησίας, βρήκαν στο γυναικωνίτη έναν ανθρώπινο σκελετό σε μπρούμυτη στάση, που ανήκε πιθανόν σε κάποιο φυγάδα της βουλγαρικής κατοχής 1916-1918, που επέλεξε την ευρύχωρη εκείνη οροφή ως τον κατάλληλο κρυψώνα του, αλλά κάποιος τραυματισμός του ή κάποια παθολογική αιτία, όρισαν τον κρυψώνα του ως τον τελευταίο τόπο κατοικίας του.

     Το 1991 ο Ευγενίδης Κων/νος του Στεφάνου, που γεννήθηκε το 1929 στη Νικήσιανη, μου είπε το εξής:

Ήταν 12 Ιουνίου 1944, πρωινές ώρες. Ένα αεροπλάνο έκανε στροφές πάνω από τη Μονή της Παναγίας μας κι έριξε σκόνη εμπρηστική. Ήταν ένα είδος μπαρούτης, μαύρης κονιορτοποιημένης σκόνης, που κάλυψε σχεδόν τα πάντα. Σε λίγο ένα αναμμένο σπίρτο από τα δολοφονικά χέρια των Βουλγάρων στρατιωτών που είχαν περικυκλωμένη τη Μονή, μετέδωσε αστραπιαία τη φωτιά και η Μονή έγινε παρανάλωμα του πυρός. Τα κελιά των μοναχών και τα βοηθητικά κτίρια κάηκαν, οι καμπάνες έλειωσαν απ’ τη θερμοκρασία και μόνο οι τοίχοι των καμπαναριών έμειναν καπνισμένοι και άχαροι. Η εκκλησία της Παναγίας τυλιγμένη στις φλόγες, άντεξε, οι αγιογραφίες όμως καπνίστηκαν, αλλοιώθηκαν. Ευτυχώς οι κάτοικοι της Νικήσιανης – Καβάλας, προέβλεψαν την καταστροφή και μετέφεραν προηγούμενα την εικόνα της Παναγίας και τη γλύτωσαν απ’ το βουλγαρικό ξέσπασμα. Μπορεί οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, με διοικητή του 26ου Συντάγματος Πεζικού τον Λοχαγό (ΠΖ) Κώστα Κωνσταντάρα (Λογοθέτης), να κατάντησαν τη Μονή κρησφύγετό τους και να έδωσαν αφορμή στους Βουλγάρους να προβούν στην καταστροφή της Μονής, αλλά η βουλγαρική μανία ήταν απερίγραπτη. Θα μπορούσαν να εύρισκαν άλλο τρόπο εκδίκησης των ανταρτών, αν ήθελαν θ’ άφηναν το χώρο αυτό της χριστιανοσύνης, της αγάπης, έξω απ’ τα αιμοσταγή σχέδιά τους, όμως ο αφανισμός της ιστορίας μας και η ροπή τους για πλιάτσικο τους ώθησε στην απάνθρωπη πράξη τους.

     Κατά τον Πουλιούδη Παναγιώτη οι Βούλγαροι πυρπόλησαν την Μονή το 1944 και κατά τον Σαμαρά Ευάγγελο, οι Βούλγαροι πυρπόλησαν τη Μονή τη 12 Ιουνίου 1944 και όχι το 1943, όπως λανθασμένα αναγράφεται στη μαρμάρινη πλάκα της εισόδου του αρχονταρικιού της Μονής, αφού προηγουμένως τη λήστεψαν. Πολλά χειρόγραφα κάηκαν και πολλά κλάπηκαν. Ο γυναικωνίτης ήταν γεμάτος μισοκαμένα χειρόγραφα.

     Το 1992 ο Δαμκαλής Μιχαήλ του Σωκράτη, που γεννήθηκε το 1931 στη Βιτάστα Σερρών, μου είπε ότι η πυρπόληση της Μονής έγινε στις 12 Ιουνίου 1944, ημέρα Δευτέρα ώρα 09.00 το πρωί. Την ώρα εκείνη οι Βιταστιανοί έβλεπαν μαύρο καπνό από την πλευρά της Μονής Εικοσιφοίνισσας ο οποίος έφτασε μέχρι το Ροδολίβος Σερρών. Μάλιστα λόγω της άπνοιας έμοιαζε με μαύρη ομίχλη και παρέμεινε κατά μήκος του Παγγαίου και στο μέσον περίπου του ύψους του για λίγο χρονικό διάστημα και μετά διαλύθηκε. Θυμόταν ακριβώς την ημερομηνία αυτή επειδή τα μεσάνυχτα της 8 προς 9 Ιουνίου 1944 οι αντάρτες του Παγγαίου Όρους σκότωσαν στην κοινότητα της Βιτάστας τον Βούλγαρο αγροφύλακα Γκουσπουντίν, το πρωί της 9 Ιουνίου 1944, ημέρα Παρασκευή, σε αντίποινα οι Βούλγαροι σκότωσαν τον 24χρονο Βιταστιανό Σαμαρά Στέργιο ενώ προσπαθούσε να διαφύγει τη σύλληψη και στις 10 Ιουνίου 1944, ημέρα Σάββατο και ώρα 21:00, οι Βούλγαροι στις όχθες του Αγγίτη ποταμού εκτέλεσαν ομαδικά τα 7 παλικάρια της Βιτάστας – Σερρών, μέλη όλα του ΕΑΜ (Γεμίσογλου Βασίλειο, Δαμκαλή Μιχαήλ, Βασιλτζίκη Κωνσταντίνο, Ναλμπάντη Ιωάννη, Κοτσίδη Ισαάκ, Μπίτζουλα Πέτρο και Κουκουλιά Γεώργιο). και η κατάσταση ήταν ακόμα τεταμένη. Αντιλήφθηκαν αμέσως ότι επρόκειτο για κάποια καταστροφή της Μονής, λόγω της έξαρσης της βουλγαρικής παρανοϊκότητας, αλλά ο νους τους δεν μπορούσε να φτάσει σ’ εκείνο το μέγεθος της καταστροφής, δηλαδή στην πυρπόληση της Μονής.

     Το 1960 ένας αντάρτης, ο οποίος δρούσε την ημέρα της πυρπόλησης στην περιοχή του Παγγαίου, του διηγήθηκε στην αυλή της Μονής και συγκεκριμένα στις 17-4-1960, Κυριακή του Πάσχα, ότι η πυρπόληση της Μονής έγινε με μαύρη εύφλεκτη σκόνη (πυρίτιδα) που έριξαν οι Βούλγαροι με αεροπλάνο. Μάλιστα του διευκρίνισε ότι το αεροπλάνο έμοιαζε να έκανε προσπάθειες εξαίρεσης του  ναού και ότι οι Βούλγαροι στρατιώτες απείχαν αρκετά μέτρα από τα τείχη της Μονής για να μη προβληματισθούν από την αστραπιαία μετάδοση της φωτιάς. (σελ. 168 του βιβλίου μου «Μαρτυρίες Ηρώων Ανατολικής Μακεδονίας 1941-1944»).

    Και όλα αυτά εξαιτίας ενός μικρού αριθμού ανταρτών που απαιτούσε μοναστηριακή υποστήριξη χωρίς να αναλογίζεται τις συνέπειες. Πώς να δικαιολογήσουμε αυτούς τους λίγους και ανοργάνωτους ελασίτες που κυκλοφορούσαν στις πλαγιές του Παγγαίου όρους, γύρω από τη Μονή; Ενώ δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουν τα στρατιωτικά αποσπάσματα των Βουλγάρων, ούτε να προστατέψουν τη Μονή, έδωσαν αφορμή στους Βουλγάρους να καταστρέψουν τη Μονή. Μπορούσαν να αποχωρήσουν από τη Μονή, να βρουν άλλο κατάλυμα, όπως το αυτό έπραξαν μετά την καταστροφή της Μονής και όμως δεν το έκαναν. Γνώριζαν τη βαρβαρότητα των Βουλγάρων και έπρεπε να υπολογίσουν τις συνέπειες της παραμονής τους στη Μονή κι όμως αδιαφόρησαν. Γνώριζαν ότι οι αιμοσταγείς Βούλγαροι συνδύαζαν το πλιάτσικο με τον αφανισμό της ιστορίας μας και έπρεπε να φανταστούν ότι η οργή των Βουλγάρων δεν θα εξαιρούσε την Παναγία μας κι όμως δεν έδωσαν σημασία.

     Οι Βούλγαροι έφυγαν από τη Νικήσιανη στις 12 Σεπτεμβρίου 1944 και από την πατρίδα μας στις 24 Οκτωβρίου 1944.

Αμέσως μετά την φυγή των Βουλγάρων οι Νικησιανιώτες άρχισαν την ανακατασκευή της Μονής με έξοδά τους και με προσωπική εργασία τους. Μάλιστα κάποια ημέρα που έπιασε φωτιά το Παγγαίο κι όλοι έτρεξαν να το σβήσουν, μετά ο καθένας μετέφερε στην πλάτη του κι ένα ξύλο για την ανοικοδόμηση της Μονής.

    Αρχικά κτίστηκε το κτίριο πίσω απ’ την εκκλησία, βόρεια και μετά τα άλλα, ενώ οι εργασίες περατώθηκαν με το τέλος του χειμώνα, χωρίς βέβαια το αποτέλεσμα να φτάνει τη λαμπρότητα του παρελθόντος.

    Άνοιξη του 1945 επανέφεραν οι Νικησιανιώτες την εικόνα στη Μονή. Το 1945 υπήρχαν στη Μονή μόνο 2 μοναχοί, οι Γρηγόριος και Βενιαμίν και μερικοί κοσμικοί (ιδιώτες, ταγμένοι να υπηρετήσουν την Παναγία).

    Οι ευσεβείς κάτοικοι της  Νικήσιανης και το 1947 έως το 1949 κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και τότε ανησύχησαν και ξαναπήραν την εικόνα της Παναγίας και την τοποθέτησαν στην εκκλησία τους μέχρι που ηρέμησε η κατάσταση. Και το παράδοξο είναι ότι στην κατοχή έκρυψαν την εικόνα της Παναγίας μας γιατί φοβήθηκαν μην την καταστρέψουν οι Βούλγαροι, ενώ το 1947 φοβήθηκαν μην την καταστρέψουν οι ίδιοι οι Έλληνες.

    Το 1949 ήρθαν στη Μονή 3 μοναχοί του Αγίου Όρους. Παρέμειναν για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ζήτησαν την ανεξαρτητοποίηση της Μονής και τη μη υπαγωγή της στη Μητρόπολη Δράμας. Ζήτησαν να διευθύνονται απ’ ευθείας απ’ το Πατριαρχείο, όπως οι Μονές του Αγίου Όρους, αλλά δεν εισακούστηκαν και αναχώρησαν πάλι για το Άγιο Όρος. Στη συνέχεια ήρθε ο κοσμικός (ιερέας, ιερομόναχος) Καλλίνικος και τέλος η Μονή έγινε γυναικεία. Μαζί με τις καλογριές παρέμεινε ο γέροντας μοναχός Βενιαμίν Γκαμπράνης, ο οποίος απεβίωσε το 1991 σε ηλικία 86 ετών.

    Η Μονή από το 1945 και μετά συνεχώς ανακαινίζεται. Ο προηγούμενος Μητροπολίτης Δράμας ο μακαριστός Διονύσιος με επίπονες και πολυδάπανες προσπάθειες επισκεύασε και εξωράισε το ναό και τα λοιπά κτίρια, σε σημείο που η λαμπρότητα της Μονής, από το 1985 και μετά να θυμίζει την ομορφιά του παρελθόντος, γι’ αυτό και δικαίως θεωρείται ως ο τελευταίος κτήτορας της Μονής.

    Κατά την ταπεινή μου δε γνώμη, θεωρώ κτήτορες της Μονής και τους ευσεβείς κατοίκους της Νικήσιανης, οι οποίοι διέσωσαν την εικόνα της Παναγίας, μέρους των βιβλίων και κειμηλίων και ενδιαφέρθηκαν για την ανακατασκευή της Μονής.

     Το 1980 οι  υπερήλικες της Βιτάστας και Νικήσιανης, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της δεύτερης βουλγαρικής κατοχής 1916-18 ήταν σε εφηβική ηλικία και τους χειμερινούς μήνες μετέβαιναν με τα ζώα τους στη Μονή μεταφέροντας ζωοτροφές για τα γίδια και τα μουλάρια της Μονής, αφού μου εξέφρασαν την αγανάκτησή τους για την αγριότητα και το απερίγραπτο μίσος των Βουλγάρων που έζησαν και στις τρεις βουλγαρικές κατοχές, (1912-13, 1916-18 και 1941-44), μου είπαν ότι οι Βούλγαροι στις 27 Μαρτίου 1917 βεβήλωσαν και λεηλάτησαν την Παναγία Εικοσιφοίνισσα. Συγκεκριμένα σύμφωνα με πληροφορίες των 30 περίπου μοναχών που υπηρετούσαν τότε στη Μονή, οι Βούλγαροι, αφού κακοποίησαν τους μοναχούς και το βοηθητικό προσωπικό, φόρτωσαν σε 18 μουλάρια, πολλά των οποίων πήραν από τους στάβλους της Μονής, χειρόγραφα, άμφια, κειμήλια, χρυσά τάματα, εικόνες και αυτήν ακόμα την χρυσή επένδυση της εικόνας της Παναγίας. Προσπάθησαν να κλέψουν και την εικόνα, αλλά ο Βούλγαρος Αξιωματικός που τη μετέφερε στη μέση του ναού έπεσε, ξεψύχησε και αποτυπώθηκε στο μαρμάρινο  πάτωμα η μπότα και το πιστόλι του. Φόρτωσαν την εικόνα σε μουλάρι που οδήγησαν στο ναό, αλλά η εικόνα απέκτησε υπερβολικό βάρος και το μουλάρι ενώ έβγαινε φορτωμένο, στην είσοδο του ναού έπεσε, εξέπνευσε και αποτυπώθηκε η οπλή του στις μαρμάρινες πλάκες της εισόδου του ναού. Σύμφωνα με την από το 1992 μαρτυρία του ιερέα της Ηλιοκώμης Σερρών, Παντούδη Αποστόλου του Ευαγγέλου, που γεννήθηκε το 1937 στην Ηλιοκώμη, το 1944 η λαίλαπα της φωτιάς χτύπησε τη  Μονή Εικοσιφοίνισσας επειδή χρησίμευε ως ορμητήριο των ανταρτών. Τα 365 κελιά καταστράφηκαν και μόνο ο κεντρικός ναός και το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας έμειναν. Το 1917 δε που η Μονή δέχτηκε και τότε τη Βουλγαρική θηριωδία, όλοι οι μοναχοί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν όμηροι στη Βουλγαρία. Με τη συνθήκη ανακωχής Μούδρου της Λήμνου, στις 17 Οκτωβρίου 1918 επανήλθαν στη Μονή, πλην του Διάκου Δωρόθεου και ενός ιερομόναχου που απεβίωσαν στη Βουλγαρία από τις κακουχίες.

     Μέχρι σήμερα οι Βούλγαροι δεν επέστρεψαν τους θησαυρούς της Παναγίας μας που έκλεψαν το 1917, ούτε αποζημίωσαν τη Μονή για την καταστροφή της 12 Ιουνίου 1944.

Συνεπώς πρόκειται για διαρκές έγκλημα των Βουλγάρων, που τελείται εδώ κι έναν αιώνα και εξακολουθεί, παρά του ότι η Βουλγαρία τον Ιανουάριο του 2007 προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Απρίλιο του 2014 έγινε μέλος του ΝΑΤΟ.

    Ο σημερινός Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος προβαίνει συνεχώς στις δέουσες ενέργειες για την επιστροφή των θησαυρών της Παναγίας μας. Πιστεύω στις προσπάθειές του και στον ιερό σκοπό του.

     Ενώ μετά την απόβαση των συμμάχων στη Νορμανδία στις 6 Ιουνίου 1944, άρχισε το τέλος του Χίτλερ, στην πατρίδα μας τόσο οι Βούλγαροι, όσο και οι Γερμανοί συνέχιζαν τις εκτελέσεις. Στις 10 Ιουνίου 1944 όπως προανέφερα στη Βιτάστα Σερρών, οι Βούλγαροι εκτέλεσαν 7 άτομα. Την ίδια ημέρα οι Γερμανοί εκτέλεσαν στο Δίστομο Βοιωτίας 218 άτομα, εκ των οποίων 117 ήταν γυναίκες και 53 νήπια. Και δύο ημέρες αργότερα, στις 12 Ιουνίου 1944, ημέρα Δευτέρα και ώρα 09.00 πρωί οι Βούλγαροι πυρπόλησαν την Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου όρους, με το αιτιολογικό ότι αποτελούσε ορμητήριο των ανταρτών.

     Επίσης 6 ημέρες αργότερα, στις 18 Ιουνίου 1944, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κοτσικάρη Λάμπρου του Πασχάλη, που γεννήθηκε το 1923 στη Νικήσιανη, οι Βούλγαροι συνέλαβαν τη μητέρα του Κοτσικάρη Στεργιανή, επειδή ο ίδιος, ο πατέρας του και ο αδελφός του Γεώργιος ήταν αντάρτες του Παγγαίου και την εκτέλεσαν στη θέση «χλιαρά νερά» του κτηματολογίου Αντιφιλίππων Καβάλας.

     Ακόμα κατά τον Σιμούδη Αθανάσιο του Παναγιώτη, που γεννήθηκε το 1929 στη Νικήσιανη, την ημέρα εκείνη οι Βούλγαροι συνέλαβαν τον Ιωαννίδη Μιχαήλ, γαμπρό της Νικήσιανης, ράφτη, με την κατηγορία ότι έραβε ρούχα για τους αντάρτες και τον εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο κεφάλι, στη διασταύρωση Παλαιοχωρίου Καβάλας, στη θέση «βλάχικα» και πέταξαν το πτώμα του σε μια καλύβα, την έβαλαν φωτιά και την έκαψαν. Επίσης στους Αντιφιλίππους εκτέλεσαν την Σκλαρή Αικατερίνη, επειδή ο γιος της ήταν αντάρτης του Παγγαίου και τον Κομήτη Κυριάκο του Δημητρίου, επειδή στο σπίτι του συγκεντρώνονταν αντάρτες, έπαιρναν αποφάσεις και σχεδίαζαν τις αποστολές τους. Κατά τον άλλο αδελφό της οικογένειας Κοτσικάρη, τον Παναγιώτη, τα πτώματά τους βρέθηκαν πεταμένα στις πέτρες και άταφα.

     Καταδότης αυτών ήταν κατά πληροφορίες ο κατάσκοπος Γιάννης ο Δυτικομακεδόνας που είχε εισχωρήσει στις τάξεις των ελασιτών και γνώριζε λεπτομέρειες.

     Η σκληρότητα και το μίσος των Βουλγάρων δεν περιγράφεται. Το 1917 όταν ο Γραμμένος Κων/νος ήταν 5 ετών, η μητέρα του, μαζί με τον Παπαθανασίου Πασχάλη, πήγαν στη Δράμα με τα πόδια να φέρουν ένα κιλό καλαμπόκι να θρέψουν τα παιδιά τους. Αναγκάσθηκε να πάει στη Δράμα η μητέρα του, επειδή ο πατέρας του έκοβε ξύλα στο βουνό για τους Βουλγάρους ημέρες ολόκληρες και οι Βούλγαροι δεν του άφηναν ελεύθερο χρόνο για την φροντίδα της οικογένειάς του. Ήταν χειμώνας, το κρύο υπερβολικό και το χιόνι ασταμάτητο. Το δρομολόγιο για τη Δράμα δύσκολο, αλλά και η επιβίωση της οικογένειας πρόβλημα. Στην επιστροφή, μέσω Συμβολής Σερρών, στη θέση «πόρτες» απόσταση 40 λεπτών με τα πόδια από τη Νικήσιανη, η  μητέρα του πάγωσε. Είπε στον Παπαθανασίου «θα κάτσω μέσα σ’ αυτόν το θάμνο και συ φέρε βοήθεια». Παρά την ταχύτατη ενέργεια του πατέρα του που είχε επιστρέψει από το βουνό και άλλων χωριανών του, την βρήκαν παγωμένη. Την μετέφεραν με ένα πρόχειρο ξύλινο φορείο και γρήγορα την οδήγησαν στο σπίτι με την ελπίδα, μήπως με τη ζέστη και τις πρώτες βοήθειες ξεπαγώσει και ζήσει, αλλά οι Βούλγαροι δεν τους επέτρεψαν, τους ανάγκασαν να τη θάψουν αμέσως, την θεώρησαν νεκρή, έτσι τους φάνηκε.

     Μετά από 3 χρόνια που έγινε η εκταφή, βρήκαν το σκελετό της μητέρας του μπρούμυτα. Εξ αιτίας της άρνησης των Βουλγάρων για περίθαλψη η μητέρα του θάφτηκε ζωντανή.

    Οι Βούλγαροι ήρθαν στην πατρίδα μας στις 18 Απριλίου 1941 με εντολή των Γερμανών να διαφυλάξουν τα κατακτηθέντα από τους Γερμανούς εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και έφυγαν στις 24 Οκτωβρίου 1944. Έμειναν στην πατρίδα μας 3,5 χρόνια και 7 ημέρες. Σκόρπισαν την φρίκη και το θάνατο. Απ’ όπου και αν πέρασαν άφησαν πίσω τους στάχτες και ερήμωση.

    Ήταν πρωτόγονοι, βάρβαροι, λαφυραγωγοί, άξεστοι, εχθρικοί και εκδικητικοί. Ουδέποτε λογοδότησαν για τα εγκλήματά τους. Με τη θηριωδία τους προκάλεσαν τη διεθνή κοινή γνώμη και καυτηριάσθηκαν από τον τότε Υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Άντον Ήντεν με τον χαρακτηρισμό «Οι Βούλγαροι είναι λαός αντιπαθής, ανειλικρινής, ουδέποτε αγαπήσας την αλήθεια και την ανδρική ευθύτητα».

     Το 1992 η γεννηθείσα το 1924 στη Δράμα Ζαχαροπούλου Χαρίκλεια, μου είπε ότι στις 29 Σεπτεμβρίου 1941 οι Βούλγαροι εκτέλεσαν τις αδελφές της Σταματία και Μαρία 24 και 22 ετών, αντίστοιχα, μαζί με την  Μπρέζα Ελένη, 25 ετών, πάνω από το Νοσοκομείο της Δράμας, προς το χωριό Μοναστηράκι. Μετά 10 μέρες τις βρήκαν πρόχειρα θαμμένες με μισοφαγωμένα τα μέλη τους από σκύλους. Εκεί τις ξαναέθαψαν. Εκεί έπρεπε να υπάρχει και η επιγραφή «μην ξεχνάτε, οι Βούλγαροι φίλοι δεν γίνονται ποτέ».

     Παρά ταύτα το 1991 οι 11 ήρωες του Δοξάτου που διασώθηκαν από τις εκτελέσεις, σήμερα δεν βρίσκονται στη ζωή, μου είπαν το εξής: «Είναι καιρός να συγχωρήσουμε τους Βουλγάρους, αλλά να μην ξεχάσουμε το κακό που μας έκαναν, να μην ξεχάσουμε την ιστορία μας και να μη λησμονήσουμε αυτούς που έπεσαν για την πατρίδα».

Το 1989, ο πολυσέβαστος ιερέας της Βιτάστας Αθανάσιος Πιπεργιάς, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από τη ζωή σε ηλικία 97 ετών και είχε πολεμήσει κατά των Γερμανών στη μάχη της Κρήτης, στις 20 Μαϊου 1941, μου είπε το εξής: «Οι Βούλγαροι κατά τη διάρκεια της Βουλγαρικής κατοχής 1941-1944 ζημίωσαν την Ανατολική Μακεδονία τουλάχιστον κατά 50 χρόνια προόδου. Όμως, όπως ο εσταυρωμένος την ώρα του μαρτυρίου του αν και υπέφερε και ψηνόταν από τον πυρετό, εν τούτοις παρακαλούσε τον Θεό, τον Πατέρα του, να συγχωρήσει τους εσταυρωτές του, έτσι κι εμείς πρέπει να τους συγχωρήσουμε, αλλά και αυτοί είναι καιρός να θεραπεύσουν το κακό που μας έκαναν και να μας επιστρέψουν τους θησαυρούς της Παναγίας μας».

     Η Μονή της Εικοσιφοίνισσας, αφού γνώρισε ημέρες ακμής και παρακμής, διώξεις, εγκαταλείψεις, πυρπολήσεις, σήμερα ανθεί.

     Αφού γνώρισε πληθώρα μοναχών, το 1507 είχε 172, το 1525 είχε 70, το 1910 είχε 50, το 1930 είχε 40, το 1967 ελλείψει ανδρών μετατράπηκε σε γυναικεία, σήμερα η Μονή με τις 30 περίπου μοναχές εξακολουθεί να ακτινοβολεί την χριστιανική πίστη.

    Αφού το 1507 οι Τούρκοι κατακρεούργησαν 172 μοναχούς της Μονής, με το αιτιολογικό ότι ενίσχυαν το εθνικό φρόνημα των καταπιεσμένων Ελλήνων της περιοχής με τη μέθοδο της εξομολόγησης.

Αφού στις 27 Μαρτίου 1917, Μεγάλη Δευτέρα και ώρα 14.00΄, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Πανίτσας, με πολλούς κομιτατζήδες (αντάρτες Βουλγάρους, που με απάνθρωπα μέσα προσπαθούσαν να εκβουλγαρίσουν την Ανατολική Μακεδονία), με τη βοήθεια Τούρκων χωρικών της περιοχής (απομεινάρια της Τουρκοκρατίας), την ανοχή του τότε Βούλγαρου Διοικητή της Δράμας Δάνεφ και την καθοδήγηση του καθηγητή της αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Σόφιας, Τσέχικης καταγωγής, ιερόσυλου και αρχαιοκάπηλου Βλαδίμηρου Σις, κακοποίησε τους μοναχούς και λεηλάτησε συστηματικά τη Μονή.

     Αφού στις 12 Ιουνίου 1944 πυρπόλησαν οι Βούλγαροι τη Μονή. Αφού στις 6 Δεκεμβρίου 1980 και από ώρας 24.00΄ έως 03.00΄, άγνωστοι έκλεψαν τα χρυσαφικά (τάματα) της εικόνας της Παναγίας και τρεις μεγάλους, παλιούς, γεμάτους πετράδια, χρυσούς σταυρούς, συνολικής αξίας το 1980 40-50 εκατομμυρίων δραχμών, οι οποίοι επωφελούμενοι το βουητό του δυνατού αέρα εκείνης της χειμωνιάτικης σκοτεινής βραδιάς, πριόνισαν ένα καγκελόφρακτο παράθυρο του ναού και μόλυναν τον χώρο της Παναγίας και το πρωί βρέθηκε η εικόνα στο πάτωμα του ιερού, σήμερα όλα άλλαξαν.

Κάποτε στη βαριά ξύλινη εξωτερική πύλη, επί 24ωρου βάσεως υπήρχε ένας σκληροτράχηλος μοναχός φρουρός, ο πορτιέρης, μ’ ένα ρόπαλο (κουρπάτσι) στο χέρι και ήλεγχε από το παραθυράκι της πόρτας τους εισερχόμενους. Τώρα υπάρχει πρόγραμμα ωραρίου επισκέψεων και ανάλογα η πύλη είναι ανοιχτή ή κλειστή. Ο τρόπος εσωτερικής λειτουργίας είναι διαφορετικός, η Μονή λάμπει από καθαριότητα και φροντίδα και οι μοναχές με την ηγουμένη Αλεξία επιτελούν θεάρεστο έργο.

    Μπορεί όλα να άλλαξαν, όμως η Παναγία Εικοσιφοίνισσα παραμένει πάντα εκεί και είναι πάντα η ίδια.

   Είναι φιλεύσπλαχνη, γεμάτη αγάπη, θαυματουργή, έτοιμη ν’ απλώσει το χέρι Της και να νιώσει ο επισκέπτης προσκυνητής τη ζεστασιά της.

    Τέλος θα ήθελα να αναφέρω ότι έξω από το Αρχονταρίκι της Μονής Παναγίας Εικοσιφοίνισσας υπάρχει μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη τη δεκαετία του 1970 από τον προηγούμενο Μητροπολίτη Δράμας τον μακαριστό Διονύσιο με χρονολογία καταστροφής της Μονής τη 12 Ιουλίου 1943 και η ίδια χρονολογία αναγράφτηκε τελευταία στις μεγάλες φωτογραφίες που υπάρχουν στην είσοδο της Μονής, αλλά και σε βιβλία, λόγω αντιγραφής εκ της μαρμάρινης πλάκας, ή εκ του βιβλίου του μακαριστού Διονυσίου.

    Όμως από τις μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής Παγγαίου, προκύπτει ότι η Μονή καταστράφηκε 11 μήνες αργότερα, στις 12 Ιουνίου 1944.

     Άλλωστε και από τα ιστορικά αρχεία της Εθνικής Αντίστασης του ΕΛΑΣ και συγκεκριμένα από ακριβές αντίγραφο δικογραφίας της 24 Μαϊου 1946 και της υπ’ αριθμ. πρωτ. 27/27 Ιουλίου 1944 Διαταγής του 26ου Συντάγματος Πεζικού της Χ Μεραρχίας Πεζικού του ΕΛΑΣ, το Ημερολόγιο Δράσης του 26ου Συντάγματος Πεζικού του ΕΛΑΣ Ανατολικής Μακεδονίας, περιοχής Παγγαίου Όρους, που τηρούσε ο Στέργιος Βαλιούλης (Φτωχός), Υπασπιστής του Διοικητή του 26ου Συντάγματος και από άλλες ιστορικές πηγές, προκύπτει ότι στις αρχές του 1944 η Μονή Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου Όρους εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ως έμπεδον (στρατόπεδο εκπαίδευσης) των ελασιτών ανταρτών. Συγκεκριμένα όχι μόνο στρατωνίζετο στη Μονή ο Λόχος Σούλη των ελασιτών, αλλά και στις 2 Απριλίου 1944 στα κελιά της Μονής φιλοξενούνταν για το Α΄ Συνέδριο της ΕΠΟΝ και ΕΑΜ 25 άοπλοι άνδρες και γυναίκες αντιπρόσωποι οργανώσεων της περιοχής, καθώς και τα καθοδηγητικά στελέχη Γιώργης Ερυθριάδης (Πέτρος) και Γιώργος Τσαρουχάς (έμπιστο στέλεχος του ΕΑΜ, μέλος του ΚΚΕ και υπεύθυνος των οργανώσεων του ΕΑΜ Ανατολικής Μακεδονίας -Θράκης), γι’ αυτό και οι Βούλγαροι που το πληροφορήθηκαν, στις 3 προς 4 Απριλίου 1944 με μια ολόκληρη Μεραρχία περικύκλωσαν όλο το Παγγαίο και επιτέθηκαν με βασικό στόχο το Μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας, πλην δεν κατάφεραν το τελειωτικό κτύπημα γιατί οι αντάρτες και οι πολίτες εκπρόσωποι της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ διέφυγαν.

    Συνεπώς μέχρι τον Απρίλιο του 1944 δεν είχε πυρπολυθεί  η  Μονή και δεν είχαν μετατραπεί οι χώροι της σε χαλάσματα και αποκαΐδια, γι’ αυτό και υπήρχε δυνατότητα διαμονής των ελασιτών στη Μονή και φιλοξενίας εαμιτών – επονιτών, γι’ αυτό και η Μονή παρέμενε βασικός στόχος των Βουλγάρων.

    Οι Βούλγαροι δύο ημέρες μετά από τις 10 Ιουνίου 1944 εκτελέσεις της Βιτάστας – Σερρών, που στο Παγγαίο είχε μείνει μόνο το 1ο Τάγμα του 26ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ με Διοικητή τον Δήμο Πεπέκη (Γερδήμο), με νέα διατεταγμένη αποστολή που άρχισε στις 11 και ολοκληρώθηκε στις 13 Ιουνίου 1944, αποφάσισαν την πυρπόληση της Μονής. Αφού ανέβηκαν στο Παγγαίο, στην περιοχή της Εικοσιφοίνισσας και πρώτα λεηλάτησαν τις αποθήκες των ανταρτών, στις 12 Ιουνίου 1944, με την χρήση αεροπλάνου σκόρπισαν ικανές ποσότητες πυρίτιδας στις στέγες και στους χώρους της Μονής και υπό τα βλέμματα των ανήμπορων ανταρτών του Γεροδήμου, που είχαν διασπασθεί   και καλυφθεί στις δασώδεις πλαγιές γύρω από τη Μονή, πυρπόλησαν τη Μονή  και πέτυχαν  τη διάλυση του στρατωνισμού των ανταρτών και την άμεση αποχώρησή τους από τη Μονή. Βέβαια οι αντάρτες, στα αρχεία τους, για να δικαιολογήσουν την αδυναμία τους να αντικρούσουν τους Βουλγάρους  και να αποτρέψουν την καταστροφή της Μονής, αναφέρουν ότι οι Βούλγαροι κατέβηκαν από το Παγγαίο άπρακτοι, υπό την έννοια ότι δεν ήρθαν σε εχθροπραξίες μαζί τους, όμως οι Βούλγαροι με την αποτρόπαια πράξη τους έφεραν σε πέρας το σκοπό τους.

     Και μπορεί οι αντάρτες να δηλώνουν ότι η Μονή δεν καταστράφηκε μόνο για λόγους που αφορούσαν την καταστολή του αντάρτικου κινήματος, αλλά και γιατί επρόκειτο για μνημείο εθνικό και θρησκευτικό, που η ύπαρξή του και μόνο συμβόλιζε την παρουσία του ελληνισμού στην περιοχή και γενικά ότι η καταστροφή ήταν εντεταγμένη στα πλαίσια της πολιτικής συστηματικού αφελληνισμού της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, όμωςη ουσία είναι ότι οι αντάρτες με τη μετατροπή της Μονής σε Στρατόπεδό τους, έδωσαν στους Βουλγάρους λόγους και αιτίες καταστροφής και νέας λεηλασίας της Μονής.

     Συνεπώς από το συνδυασμό των μαρτυρικών καταθέσεων των υπερήλικων κατοίκων του Παγγαίου που έλαβα από το 1989 έως το 1992 και κατέγραψα στο εγκεκριμένο από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας βιβλίο μου με θέμα: «Μαρτυρίες Ηρών Ανατολικής Μακεδονίας 1940-1944», των εγγράφων, ιστορικών στοιχείων, Διαταγών, απομνημονευμάτων των ανταρτών και Στρατιωτικών Μονάδων του ΕΛΑΣ περιόδου βουλγαρικής Κατοχής 1941-1944, Εθνικής Αντίστασης και Εμφυλίου Πολέμου, προσδιορίζεται επακριβώς ως ημερομηνία πυρπόλησης  (καταστροφής) της Ιεράς Μονής Παναγίας Εικοσιφοίνισσας Παγγαίου Όρους η 12 Ιουνίου 1944, ημέρα Δευτέρα και ώρα 09.00΄και όχι η 12 Ιουλίου 1943, η οποία από παραδρομή γράφτηκε στη Μονή μετά το 1970 και από παραδρομή αντιγράφτηκε σε βιβλία μετά το 1970..

    Για τους λόγους αυτούς όταν ήταν στη ζωή ο Διονύσιος με δέχτηκε στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Δράμας, στις 4-5-1992 και ώρα 09.30. Ήταν πράος, ταπεινός και καλός μαζί μου. Κατά τη συζήτηση μου είπε τα εξής:

    «Στη Μητρόπολη Δράμας τοποθετήθηκα το 1965. Τότε βρήκα τη Μονή καμένη και αποφάσισα την ανοικοδόμησή της. Το 1967 άρχισα τις εργασίες, τις οποίες εξακολουθώ και θα εξακολουθώ μέχρι που η Μονή να ξεπεράσει τη λαμπρότητα του παρελθόντος.

     Το 1965 στη Μονή υπήρχαν ο προηγούμενος Γρηγόριος Κατσιβάκης (1880-1966), ηλικίας τότε 85 ετών και ο μοναχός Βενιαμίν Γκαμπράνης (1905-1991), ηλικίας τότε 60 ετών. Ο υπερήλικας Γρηγόριος, το 1965, δηλ. ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, με ενημέρωσε ότι η πυρπόληση της Μονής έγινε το 1943. Δε γνωρίζω αν η χρονολογία αυτή είναι λανθασμένη, πάντως εγώ τη θεώρησα αξιόπιστη κι έγραψα στη μαρμάρινη πλάκα της εισόδου του αρχονταρικιού ως χρονολογία πυρπόλησης το 1943. Δεν έκανα τη σκέψη ότι πιθανόν, λόγω ηλικίας, η μνήμη να μη βοηθούσε το Γρηγόριο ή ότι λόγω της εξορίας του στη Βουλγαρία ή της απουσίας τους από τη Μονή το χρονικό εκείνο διάστημα, ο Γρηγόριος να έκανε σύγχυση των χρονολογιών, γι’ αυτό και τον θεώρησα ως πλέον αρμόδιο και την πληροφορία του ως αξιόπιστη. Βέβαια δεν έκανα διασταύρωση πληροφοριών, άλλωστε, τώρα πληροφορούμαι ότι οι κάτοικοι της περιοχής του Παγγαίου όρους επιμένουν ότι η Μονή πυρπολήθηκε το 1944 και συγκεκριμένα στις 12-6-1944 και όχι το 1943» (σελ. 173 του βιβλίου μου Μαρτυρίες Ηρώων Ανατολικής Μακεδονίας 1940-1944).

     Λαμβανομένου δε υπόψιν, ότι η λανθασμένη χρονολογία καταστροφής της Μονής τη 12 Ιουλίου 1943 ειπώθηκε το 1965 προς τον τότε Μητροπολίτη Δράμας Διονύσιο, μόνο από τον τότε 85 χρονο Ηγούμενο Γρηγόριο, ο οποίος εκτός του ότι απεβίωσε μετά από ένα χρόνο, απουσίαζε και από την Μονή από το φθινόπωρο του 1941 που αναχώρησε από τη Μονή φοβούμενος τους Βούλγαρους, μέχρι την άνοιξη του 1945, που σημαίνει ότι έκανε λάθος λόγω γηρατειών και απουσίας του και δεν θα έπρεπε η πληροφορία του να θεωρηθεί απολύτου αξιοπιστίας.

    Σε περίπτωση δε αιτήματος αποζημίωσης της καταστροφής της Μονής, αλλά και ανεξάρτητα από αυτό, αν επιμείνουμε στη λανθασμένη χρονολογία, τότε οι Βούλγαροι θα επεξεργασθούν τα αρχεία της Εθνικής Αντίστασης του ΕΛΑΣ και τις μαρτυρίες μας, θα τα συνδυάσουν με τα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας του Στρατού τους και με άλλες ιστορικές πηγές και θα αποποιηθούν κάθε είδους ευθύνη καταστροφής της Μονής, υπό την έννοια και αιτιολογία ότι ουδέποτε προέβησαν σε εχθροπραξίες τον Ιούλιο του 1943 στην περιοχή της Εικοσιφοίνισσας και ότι ουδέποτε εμφανίσθηκαν τον Ιούλιο του 1943 στη Μονή.

                                                                  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

     Θα πρέπει να διαγραφεί από την Ιερή Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας η λανθασμένη χρονολογία της 12 Ιουλίου 1943, ως ιστορικά αστήρικτη, κατ’ ουσία αβάσιμη, αναπόδεικτη και αναληθής και να αντικατασταθεί με την πραγματική χρονολογία καταστροφής της Μονής της 12 Ιουνίου 1944, η οποία είναι σύμφωνη με τα Αρχεία της Εθνικής Αντίστασης, τις αξιόπιστες μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής Παγγαίου Όρους, τις διάφορες ιστορικές πηγές και τα πραγματικά ιστορικά περιστατικά της τρίτης Βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας περιόδου 1941 – 1944.

bottom of page